φιλόκνισος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, ΜΑ<br />αυτός που χαίρεται με την [[κνίσα]], τον αχνό και την [[οσμή]] τών ευωχιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κνισος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνῖσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κνισος</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που του αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, [[λάγνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κνισος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. αορ. <i>κνῐσ</i>- του [[κνίζω]], -<i>ομαι</i> «[[ερεθίζω]], [[γαργαλώ]]»)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ον, ΜΑ<br />αυτός που χαίρεται με την [[κνίσα]], τον αχνό και την [[οσμή]] τών ευωχιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κνισος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνῖσα]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κνισος</i>].———————— <b>(II)</b><br />-ον, Α<br />αυτός που του αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, [[λάγνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κνισος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. αορ. <i>κνῐσ</i>- του [[κνίζω]], -<i>ομαι</i> «[[ερεθίζω]], [[γαργαλώ]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλόκνῐσος:''' -ον ([[κνίζω]]), αυτός που αγαπά το [[τσίμπημα]] ή το [[γαργάλημα]], [[λάγνος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόκνῐσος Medium diacritics: φιλόκνισος Low diacritics: φιλόκνισος Capitals: ΦΙΛΟΚΝΙΣΟΣ
Transliteration A: philóknisos Transliteration B: philoknisos Transliteration C: filoknisos Beta Code: filo/knisos

English (LSJ)

ον, (κνίζω)

   A fond of pinching, prurient, AP11.7 (Nic. or Nicarch.).
φῐλό-κνῑσος, ον,

   A delighting in the savour of banquets, Nonn.D.19.179.

German (Pape)

[Seite 1281] gern kneipend, neckend, schäkernd, bes. Freund verliebter Neckereien, Nicand. 1 (XI, 7).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόκνῐσος: -ον, (κνίζω) ὁ ἀγαπῶν τὰ γαργαλίσματα, λάγνος, Ἀνθ. Παλατ. 11. 7.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
qui aime à être frotté, chatouillé.
Étymologie: φίλος, κνίζω.
2ος, ον :
qui aime l’odeur de la graisse des viandes rôties.
Étymologie: φίλος, κνῖσα.

Greek Monolingual

(I)
-ον, ΜΑ
αυτός που χαίρεται με την κνίσα, τον αχνό και την οσμή τών ευωχιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κνισος (< κνῖσα), πρβλ. πολύ-κνισος].———————— (II)
-ον, Α
αυτός που του αρέσουν τα ερωτικά γαργαλίσματα, λάγνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κνισος (< θ. αορ. κνῐσ- του κνίζω, -ομαι «ερεθίζω, γαργαλώ»)].

Greek Monotonic

φῐλόκνῐσος: -ον (κνίζω), αυτός που αγαπά το τσίμπημα ή το γαργάλημα, λάγνος, σε Ανθ.