τολύπη: Difference between revisions
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τουλούπα]] Ν<br /><b>1.</b> [[τούφα]] από κατεργασμένο [[μαλλί]] ή [[βαμβάκι]], έτοιμο για [[γνέσιμο]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που μοιάζει με [[τολύπη]], που έχει [[σχήμα]] τολύπης (α. «[[τολύπη]] χιονιού» β. «[[τολύπη]] καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] του φυτού [[κολοκύνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. προέρχεται από τη λ. [[τύλος]] «[[κάλος]], [[εξόγκωμα]]» μέσω ενός τ. <i>τυλύπη</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. [[τυλίσσω]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τουλούπα]] Ν<br /><b>1.</b> [[τούφα]] από κατεργασμένο [[μαλλί]] ή [[βαμβάκι]], έτοιμο για [[γνέσιμο]]<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[καθετί]] που μοιάζει με [[τολύπη]], που έχει [[σχήμα]] τολύπης (α. «[[τολύπη]] χιονιού» β. «[[τολύπη]] καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] του φυτού [[κολοκύνθη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], ο τ. προέρχεται από τη λ. [[τύλος]] «[[κάλος]], [[εξόγκωμα]]» μέσω ενός τ. <i>τυλύπη</i> με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ο</i>-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. [[τυλίσσω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τολύπη:''' [ῠ], ἡ, [[κουβάρι]] από κατειργασμένο [[μαλλί]], Λατ. [[glomus]], σε Αριστοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A clew, ball of wool ready for spinning, or of spun yarn, S.Fr.1102, Ar.Lys.586 (anap.), AP6.160 (Antip. Sid.), 247 (Phil.), Dsc.5.75, Arr.Ind.7.3, Hsch., Eust.1336.18, 1414.26. II ball of anything, τῶν πράσων Eub.42.3. 2 globular cake, Ath.3.114f, 4.140a, Hsch. 3 a kind of gourd, pumpkin, = κολόκυνθα ἀγρία, LXX 4 Ki.4.39, Phot., Suid.
German (Pape)
[Seite 1127] ἡ, ein Knäuel zusammengewickelter, gekrempelter, zum Spinnen bereiteter Wolle, glomus; auch der Faden, Zwirn, Garn; Soph. frg. 920, ὠνόμασε τὰς ταινίας ὁλοστήμονας τολύπας, bei Poll. 7, 32; vgl. Ar. Lys. 585; Antp. Sid. 26 (VI, 160); Philp. 18 (VI, 247). – Wegen der Aehnlichkeit ein kugelförmiger Kuchen, Ath. III, 114 f, vgl. Eubul. ib. 571 f; auch eine runde Kürbißart.
Greek (Liddell-Scott)
τολύπη: [ῠ], κατειργασμένον ἔριον σχηματισθὲν εἰς ὄγκον καὶ ἕτοιμον πρὸς νῆσιν, κοινῶς «τουλοῦπα», Λατ. glomus, Σοφ. Ἀποσπ. 920, Ἀριστοφ. Λυσ. 586, Ἀνθ. Π. 6. 160., 6. 247, Ἀρρ., κλπ. ΙΙ. ὄγκος σφαιροειδὴς ἐξ οἱουδήποτε πράγματος, τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας, ἐπὶ τῶν μὴ κοσμίως δειπνούντων, Εὔβουλ. ἐν «Καμπυλίωνι» 4. 2) μᾶζα ἔχουσα σχῆμα τολύπης, Ἀθήν. 114F, 140Α, Κλήμ. Ἀλ. 19, Ἡσύχ. 3) εἶδος στρογγύλης κολοκύνθης ἐχούσης σχῆμα τολύπης, «ἀγριοκολοκύντη» (Φωτ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Δ΄, 39). (Ὁ Κούρτ. ἀναφέρει τὴν λέξιν εἰς τὴν √ ΤΑΛ, *τλάω, ἐπὶ τῆς σημασίας ἔργου τελειωθέντος, μετὰ προσθήκης τοῦ π). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τολύπη· τὰ προφυράματα τῶν μαζῶν, ἃ καὶ βήρακας καλοῦσιν. καὶ ἀγαθίδιον στήμονος, ἢ ῥοδάνης».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
peloton de laine enroulée autour de la quenouille, laine prête à être filée.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym., pê apparenté à τύλος.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και τουλούπα Ν
1. τούφα από κατεργασμένο μαλλί ή βαμβάκι, έτοιμο για γνέσιμο
2. (κατ' επέκτ.) καθετί που μοιάζει με τολύπη, που έχει σχήμα τολύπης (α. «τολύπη χιονιού» β. «τολύπη καπνού» γ. «τῶν πράσων ποιούμενοι τολύπας», Αθήν.)
αρχ.
είδος του φυτού κολοκύνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. προέρχεται από τη λ. τύλος «κάλος, εξόγκωμα» μέσω ενός τ. τυλύπη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο-. Κατ' άλλους, η λ. συνδέεται με το ρ. τυλίσσω.
Greek Monotonic
τολύπη: [ῠ], ἡ, κουβάρι από κατειργασμένο μαλλί, Λατ. glomus, σε Αριστοφ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).