υπεξίστημι: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
(43)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μετατρέπω]] [[κάπως]], [[μεταβάλλω]] λίγο, [[ιδίως]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>2.</b> [[αποχωρώ]] [[κρυφά]]<br /><b>3.</b> (με γεν.) [[παραιτούμαι]] από [[αξίωση]] ή [[δικαίωμα]] («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας [[τόπο]] σε κάποιον άλλον, [[συνήθως]] ανώτερο μου, [[παραμερίζω]] («[[οὔτε]] ὐπεκστήσεταί σοι ὁ δοῡλος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξίστημι]] «[[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]], αποσύρομαι, [[εγκαταλείπω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μετατρέπω]] [[κάπως]], [[μεταβάλλω]] λίγο, [[ιδίως]] [[προς]] το χειρότερο<br /><b>2.</b> [[αποχωρώ]] [[κρυφά]]<br /><b>3.</b> (με γεν.) [[παραιτούμαι]] από [[αξίωση]] ή [[δικαίωμα]] («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας [[τόπο]] σε κάποιον άλλον, [[συνήθως]] ανώτερο μου, [[παραμερίζω]] («[[οὔτε]] ὐπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[υποχωρώ]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐξίστημι]] «[[μεταβάλλω]], [[αλλοιώνω]], αποσύρομαι, [[εγκαταλείπω]]»].
}}
}}

Latest revision as of 20:30, 13 June 2022

Greek Monolingual

Α
1. μετατρέπω κάπως, μεταβάλλω λίγο, ιδίως προς το χειρότερο
2. αποχωρώ κρυφά
3. (με γεν.) παραιτούμαι από αξίωση ή δικαίωμα («ἐπὶ τούτῳ δὲ ὑπεξίσταμαι τῆς ἀρχῆς», Ηρόδ.)
4. αποσύρομαι από τον δρόμο κάνοντας τόπο σε κάποιον άλλον, συνήθως ανώτερο μου, παραμερίζωοὔτε ὐπεκστήσεταί σοι ὁ δοῦλος», Ξεν.)
5. υποχωρώ σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐξίστημι «μεταβάλλω, αλλοιώνω, αποσύρομαι, εγκαταλείπω»].