ὑπαγκάλισμα: Difference between revisions
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, Α [[ὑπαγκαλίζω]]<br />(για [[τέκνο]], σύζυγο ή ερωμένη) το [[αντικείμενο]] του εναγκαλισμού, αγαπητό [[πλάσμα]] («ὦ [[νέον]] [[ὑπαγκάλισμα]] μητρὶ φίλτατον», <b>Ευρ.</b>). | |mltxt=τὸ, Α [[ὑπαγκαλίζω]]<br />(για [[τέκνο]], σύζυγο ή ερωμένη) το [[αντικείμενο]] του εναγκαλισμού, αγαπητό [[πλάσμα]] («ὦ [[νέον]] [[ὑπαγκάλισμα]] μητρὶ φίλτατον», <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπαγκάλισμα:''' [ᾰ], -ατος, τό, αυτό που σφίγγεται στην [[αγκαλιά]], σφιχταγκαλιάζεται, αγαπητό, αγαπημένο [[πρόσωπο]], σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is clasped in the arms, a beloved one, of a wife or mistress, S.Tr.540; of a child, E.Tr.757: cf. παραγκάλισμα.
German (Pape)
[Seite 1179] τό, das, was man in die Arme nimmt, der Gegenstand der Umarmung, Gattinn, Geliebte, Eur. Troad. 752 Hel. 247. – Auch die Umarmung, δύ' οὖσαι μίμνομεν μιᾶς ὑπὸ χλαίνης ὑπαγκάλισμα, Soph. Trach. 537.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], τό, τὸ εἰς τὰς ἀγκάλας λαμβανόμενον, ἀγαπητὸν πλάσμα, ἐπὶ συζύγου ἢ ἐρωμένης, Σοφ. Τρ. 540˙ ἐπὶ τέκνου, Εὐρ. Τρῳ. 752˙ ἐπὶ κάλπης, χειρὸς ὑπ. ἐμῆς (ἐκ διορθώσεως τοῦ Elmsl. εἰς Εὐριπ. Ἡρακλ. 42), ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1337˙ - πρβλ. παραγκάλισμα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 action de prendre dans ses bras, étreinte;
2 embrassement.
Étymologie: ὑπαγκαλίζω.
Greek Monolingual
τὸ, Α ὑπαγκαλίζω
(για τέκνο, σύζυγο ή ερωμένη) το αντικείμενο του εναγκαλισμού, αγαπητό πλάσμα («ὦ νέον ὑπαγκάλισμα μητρὶ φίλτατον», Ευρ.).
Greek Monotonic
ὑπαγκάλισμα: [ᾰ], -ατος, τό, αυτό που σφίγγεται στην αγκαλιά, σφιχταγκαλιάζεται, αγαπητό, αγαπημένο πρόσωπο, σε Σοφ., Ευρ.