ὑπερίημι: Difference between revisions

From LSJ

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον στις ρίψεις, [[ρίχνω]] [[κάτι]] πιο [[μακριά]] από αυτόν<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπερίεμαι</i><br />[[ανεβαίνω]] σε μεγάλο ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵημι]] «[[κινώ]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, [[ρίχνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ξεπερνώ]] κάποιον στις ρίψεις, [[ρίχνω]] [[κάτι]] πιο [[μακριά]] από αυτόν<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπερίεμαι</i><br />[[ανεβαίνω]] σε μεγάλο ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἵημι]] «[[κινώ]], [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει, [[ρίχνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερίημι:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υπερτερώ]], [[ξεπερνώ]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερίημι Medium diacritics: ὑπερίημι Low diacritics: υπερίημι Capitals: ΥΠΕΡΙΗΜΙ
Transliteration A: hyperíēmi Transliteration B: hyperiēmi Transliteration C: yperiimi Beta Code: u(peri/hmi

English (LSJ)

   A send farther, send beyond the mark, οὔτις Φαιήκων τόδε γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει Od.8.198.    II Med., go on high, ἠέλιος ὑπεριέμενος Xenoph.31.

German (Pape)

[Seite 1197] (s. ἵημι), weiter, darüber hinauswerfen, οὔτις Φαιήκων τόν γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει, Od. >8, 198.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερίημι: μέλλ. -ήσω, ῥίπτω περαιτέρω, ὑπερβαίνω τινὰ εἰς τὸ ῥίψιμον, οὔτις Φαιήκων τόν γ’ ἵξεται οὐδ’ ὑπερήσει Ὀδ. Θ. 198. ΙΙ. Μέσ. ὑψοῦμαι, ἀναβαίνω, ἠέλιος ὑπεριέμενος Ξενοφάν. ἐν Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 44· πρβλ. Ὑπερίων.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερήσω, ao. ὑπερῆκα, etc.
lancer au delà du point atteint par un des concurrents.
Étymologie: ὑπέρ, ἵημι.

English (Autenrieth)

fut. ὑπερήσει: throw beyond (this mark), Od. 8.198†.

Greek Monolingual

Α
1. ξεπερνώ κάποιον στις ρίψεις, ρίχνω κάτι πιο μακριά από αυτόν
2. μέσ. ὑπερίεμαι
ανεβαίνω σε μεγάλο ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵημι «κινώ, αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω»].

Greek Monotonic

ὑπερίημι: μέλ. -ήσω, υπερτερώ, ξεπερνώ, σε Ομήρ. Οδ.