φιλογυνία: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
(45) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΑ, και δ.τ. [[φιλογύνεια]] και [[φιλογυναία]] Α [[φιλογύνης]]<br />η υπερβολική [[αγάπη]] για τις γυναίκες, η πολύ έντονη [[επιθυμία]] για ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, [[θηλυμανία]], [[γυναικομανία]]. | |mltxt=η, ΝΑ, και δ.τ. [[φιλογύνεια]] και [[φιλογυναία]] Α [[φιλογύνης]]<br />η υπερβολική [[αγάπη]] για τις γυναίκες, η πολύ έντονη [[επιθυμία]] για ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, [[θηλυμανία]], [[γυναικομανία]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλογῠνία:''' ἡ женолюбие Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A love of women, Cic. Tusc.4.11.25, Plu.2.706b, Stob.2.7.10e; written φιλογυναία Sch. Gen.Il.21.498 (perh. fr. φιλογύναιος).
German (Pape)
[Seite 1279] ἡ, Weiberliebe, Liebe zum weiblichen Geschlechte; Plut. Symp. 7, 5; Stob. ecl. 2 p. 182.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλογῠνία: ἡ, ἡ πρὸς τὰς γυναῖκας ἀγάπη, Πλούτ. 2. 706Β, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 182, Κλήμ. Ἀλεξ. 83· φέρεται φιλογύνεια παρὰ Κικέρωνι Tusc. 4. 11.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
amour pour les femmes.
Étymologie: φίλος, γυνή.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και δ.τ. φιλογύνεια και φιλογυναία Α φιλογύνης
η υπερβολική αγάπη για τις γυναίκες, η πολύ έντονη επιθυμία για ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, θηλυμανία, γυναικομανία.
Russian (Dvoretsky)
φιλογῠνία: ἡ женолюбие Plut.