συντονάριος: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(40)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syntonarios
|Transliteration C=syntonarios
|Beta Code=suntona/rios
|Beta Code=suntona/rios
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pedicularius</b>, Gloss.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[pedicularius]], Gloss.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[φθειρικός]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το [[πόδι]] του στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύντονος]] «[[έντονος]], [[σύμφωνος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arius</i>), <b>πρβλ.</b> <i>νομικ</i>-[[άριος]]].
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[φθειρικός]]<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το [[πόδι]] του στο [[έδαφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύντονος]] «[[έντονος]], [[σύμφωνος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[άριος]] (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arius</i>), <b>πρβλ.</b> <i>νομικ</i>-[[άριος]]].
}}
}}

Revision as of 20:30, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντονάριος Medium diacritics: συντονάριος Low diacritics: συντονάριος Capitals: ΣΥΝΤΟΝΑΡΙΟΣ
Transliteration A: syntonários Transliteration B: syntonarios Transliteration C: syntonarios Beta Code: suntona/rios

English (LSJ)

   A pedicularius, Gloss.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
1. φθειρικός
2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. -άριος (< λατ. -arius), πρβλ. νομικ-άριος].