τετράπολος: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(41) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει καλλιεργηθεί [[τέσσερεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλος]] «οργωμένη γη»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πολος</i>]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει καλλιεργηθεί [[τέσσερεις]] φορές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πόλος]] «οργωμένη γη»), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πολος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τετράπολος:''' [ᾰ], -ον ([[πολέω]]), αυτός που έχει οργωθεί με [[άροτρο]] [[τέσσερις]] φορές, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A turned up or ploughed four times, Theoc.25.26.
German (Pape)
[Seite 1099] viermal gewendet oder gepflügt, Theocr. 25, 26.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπολος: [ᾰ], -ον, ὁ τετράκις ἀρηρομένος, ὁ τέσσαρας φορὰς «ὠργωμένος», Θεόκρ. 25. 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
façonné ou labouré quatre fois.
Étymologie: τέσσαρες, πολέω.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει καλλιεργηθεί τέσσερεις φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πολος (< πόλος «οργωμένη γη»), πρβλ. δί-πολος].
Greek Monotonic
τετράπολος: [ᾰ], -ον (πολέω), αυτός που έχει οργωθεί με άροτρο τέσσερις φορές, σε Θεόκρ.