ὑποβιβασμός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(43)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypovivasmos
|Transliteration C=ypovivasmos
|Beta Code=u(pobibasmo/s
|Beta Code=u(pobibasmo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a carrying off downwards, purging</b>, κοιλίας Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.124</span>: more generally, <b class="b2">passing down</b>, τῆς τροφῆς Herod.Med. ap. <span class="bibl">Aët.9.13</span>.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a carrying off downwards, purging</b>, κοιλίας Xenocr. ap. <span class="bibl">Orib.2.58.124</span>: more generally, [[passing down]], τῆς τροφῆς Herod.Med. ap. <span class="bibl">Aët.9.13</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 15:20, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποβῐβασμός Medium diacritics: ὑποβιβασμός Low diacritics: υποβιβασμός Capitals: ΥΠΟΒΙΒΑΣΜΟΣ
Transliteration A: hypobibasmós Transliteration B: hypobibasmos Transliteration C: ypovivasmos Beta Code: u(pobibasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A a carrying off downwards, purging, κοιλίας Xenocr. ap. Orib.2.58.124: more generally, passing down, τῆς τροφῆς Herod.Med. ap. Aët.9.13.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ, Abführung nach unten, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποβῐβασμός: ὁ, ὑπαγωγὴ τῆς κοιλίας, κάθαρσις, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. Τροφ. 60, Ὀρειβάσ. 25 Matth. II. καταβιβασμός, ἀφῖκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν Κύριλλ. Ἀλ. τ. 5, σ. 590C.

Greek Monolingual

ο / ὑποβιβασμός, ΝΜΑ υποβιβάζω
νεοελλ.-μσν.
η τοποθέτηση σε κατώτερη μοίρα («ἀφῑκται εἰς ὑποβιβασμὸν καὶ ταπείνωσιν», Κύριλλ.)
νεοελλ.
1. (σχετικά με πρόσ.) υποβάθμιση στην ιεραρχία, στο αξίωμα («το αδίκημά του επισύρει υποβιβασμό ή απόλυση»)
2. (δημ. δίκ.) η κατά έναν βαθμό κάθοδος της βαθμολογικής ιεραρχικής κλίμακας ύστερα από απόφαση του αρμόδιου υπηρεσιακού συμβουλίου
3. μείωση της σημασίας ή της αξίας, υποβάθμιση («ο υποβιβασμός της δημόσιας ζωής»)
αρχ.
1. κένωση, κάθαρση του πεπτικού συστήματος
2. πέψη τών τροφών.