φωταγωγός: Difference between revisions
οὐ γὰρ γίνονται ἐκπλήξιες τῆς γνώμης οὔτε μετάστασις ἰσχυρὴ τοῦ σώματος → therefore, they experience no mental anxiety and no physical shocks
(46) |
(6) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ό / [[φωταγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρνει φως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φωταγωγός]]<br />[[άνοιγμα]] σε τοίχο ή [[κενός]] [[χώρος]] σε [[οικοδομή]] που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαφωτίζει την [[ψυχή]] και το [[πνεύμα]], που καθοδηγεί τις ψυχές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[φωταγωγός]]<br />η [[λαμπάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[κάτι]] στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>θεολ.</b> (για τον Θεό) [[παρέχω]] πνευματικό φως, [[δίνω]] [[φώτιση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[άνοιγμα]] χρήσιμο για φωτισμό, [[φεγγίτης]] ή [[παράθυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]], <i>ψυχ</i>-[[αγωγός]])]. | |mltxt=-ό / [[φωταγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρνει φως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φωταγωγός]]<br />[[άνοιγμα]] σε τοίχο ή [[κενός]] [[χώρος]] σε [[οικοδομή]] που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαφωτίζει την [[ψυχή]] και το [[πνεύμα]], που καθοδηγεί τις ψυχές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[φωταγωγός]]<br />η [[λαμπάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[κάτι]] στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>θεολ.</b> (για τον Θεό) [[παρέχω]] πνευματικό φως, [[δίνω]] [[φώτιση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[άνοιγμα]] χρήσιμο για φωτισμό, [[φεγγίτης]] ή [[παράθυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]], <i>ψυχ</i>-[[αγωγός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φωτᾰγωγός:''' -όν, αυτός που οδηγεί με φως· [[φωταγωγός]] (ενν. [[θύρα]]), <i>ἡ</i>, [[άνοιγμα]] για φως, [[παράθυρο]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1323] mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., sc. θύρα, das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7.
Greek (Liddell-Scott)
φωτᾰγωγός: -όν, ὁ ὁδηγῶν διὰ φωτός, φωτίζων, πληρῶν φωτός, Ἐκκλ. 2) ἡ φωταγωγὸς (ἐξυπακ. θύρα), ἄνοιγμα πρὸς φωτισμόν, παράθυρον, Λουκ. Συμπ. 20, περὶ Οἴκου 6, κλπ., πρβλ. Σουΐδ.· ― ὡσαύτως, ἡ φωταγωγὸς = λαμπάς, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui amène la lumière ; subst. ἡ φωταγωγός (θυρίς) fenêtre.
Étymologie: φῶς, ἄγω.
Spanish
que ilumina, que trae a la luz
Greek Monolingual
-ό / φωταγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που φέρνει φως
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός
άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων
μσν.
1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που καθοδηγεί τις ψυχές
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φωταγωγός
η λαμπάδα
αρχ.
1. (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει
2. αυτός που φέρνει κάτι στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)
3. μτφ. θεολ. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως, δίνω φώτιση
4. το θηλ. ως ουσ. άνοιγμα χρήσιμο για φωτισμό, φεγγίτης ή παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός, ψυχ-αγωγός)].
Greek Monotonic
φωτᾰγωγός: -όν, αυτός που οδηγεί με φως· φωταγωγός (ενν. θύρα), ἡ, άνοιγμα για φως, παράθυρο, σε Λουκ.