χλίω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνδρὸς τὰ προσπίπτοντα γενναίως φέρειν → a man should bear with courage what befalls him

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χλιαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χλιαρός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> χλιδῶ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χλιαίνω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[χλιαίνω]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] ή [[γίνομαι]] [[χλιαρός]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> χλιδῶ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[χλιαίνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλίω:''' [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή [[γίνομαι]] [[θερμός]]· απ' όπου, ζω με [[πολυτέλεια]], [[γλεντώ]], <i>ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλίω Medium diacritics: χλίω Low diacritics: χλίω Capitals: ΧΛΙΩ
Transliteration A: chlíō Transliteration B: chliō Transliteration C: chlio Beta Code: xli/w

English (LSJ)

[ῑ],

   A luxuriate, revel, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα A.Ch. 137; ὅμιλον . . πέπλοισι βαρβάροισι . . χλίοντα Id.Supp.236.

German (Pape)

[Seite 1359] warm od. weich werden, schmelzen, zerfließen, übertr., weichlich, üppig leben, schwelgen, prunken, übermüthig sein; Aesch. ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα, Ch. 135; στόλον πέπλοισι βαρβάροισι καὶ πυκνώμασι χλίοντα Suppl. 233. – Von dieser seltenen Stammform kommt χλιδή, χλιδάω, χλιαρός u. s. w. – [Ι scheint immer lang gebraucht zu sein.]

Greek (Liddell-Scott)

χλίω: [ῑ], εἶμαι ἢ γίνομαι θερμός, εὕρηται μόνον ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Αἰσχύλ. καὶ ἐν μεταφ. σημασίᾳ ὡς τὸ τρυφάω, ἀσώτως διάγω, εἶμαι μαλθακός, ὑπερηφανεύομαι, ἐπιχαίρω, οἱ δ’ ὑπερκόπως ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι χλίουσιν μέγα Χο. 137˙ ποδαπὸν ὅμιλον τόνδ’ ἀνελληνόστολον πέπλοισι βαρβάροισι .. χλίοντα προσφωνοῦμεν; Ἱκέτ. 235 (Ἐντεῦθεν χλιάω, χλιαρός, χλιαίνω, καὶ (τῇ παρεμβολῇ τοῦ δ) χλιδή, χλιδάω, χλοιδάω (ἴδε Curt. Et. Gr. σ. 640).

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être dédaigneux, fier, orgueilleux.
Étymologie: cf. χλιαρός, χλιαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. χλιαίνω
2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι χλιαρός
3. μτφ. χλιδῶ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλιαίνω.

Greek Monotonic

χλίω: [ῑ], μόνο σε ενεστ., είμαι ή γίνομαι θερμός· απ' όπου, ζω με πολυτέλεια, γλεντώ, ἐν τοῖσι σοῖς πόνοισι, σε Αισχύλ.