ἀμετανόητος: Difference between revisions
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμετανόητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει [[μεταμέλεια]], [[κάτι]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν μετανοεί, [[αμετανόητος]], σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''ἀμετανόητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει [[μεταμέλεια]], [[κάτι]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν μετανοεί, [[αμετανόητος]], σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμετανόητος:''' = [[ἀμεταμέλητος]] 1 Luc. и 2 NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἀμεταμέλητος 1, Luc.Abd.11, Plot.6.7.26, Vett.Val.263.16, al. II Act., unrepentant, Ep.Rom.2.5, Arr.Epict.25. Adv. -τως PStrassb.29 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 122] 1) ohne Sinnesänderung, unbußfertig, καρδία N. T. – 2) nicht zu bereuen, = βέβαιος, Luc Abd. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετανόητος: -ον, = ἀμεταμέλητος I, Λουκ. Ἀποκηρυττ. 11. ΙΙ. ὁ μὴ μετανοῶν, Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. β΄, 5: - Ἐπιρρ. -τως Ἐπιγρ. ἐν Ἱερογλ. Young 46, Κουρτ. Δελφ. Ἐπιγρ. σ. 87.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne cause pas de regret;
2 qui ne se repent pas.
Étymologie: ἀ, μετανοέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lo que uno no se arrepiente, irrevocable ὁμολογῶ χαρίζεσθ[αι] σοὶ χάριτι ἀναφαιρέτῳ καὶ ἀμετανοήτῳ PGrenf.2.68.4 (III a.C.), ὅταν βέλτιόν τι γίνηται καὶ ἀμετανόητον ᾖ Plot.6.7.26, ἀ. καὶ ἀκοπίατος ... ἄνοδος Vett.Val.263.16, λόγος Vett.Val.150.29
•firme, seguro ἀνάληψις Luc.Abd.11, μετάνοια Clem.Al.Strom.2.13.57, χωρισμός Clem.Al.Strom.5.11.67.
2 que no tiene remordimientos, que no se arrepiente ἀμετανόητον καρδίαν θησαυρίζεις Ep.Rom.2.5, ἀ. καὶ ἀνεύθυνος διαγενήσῃ terminarás tu vida sin remordimientos y sin cuentas que saldar Arr.Epict.Fr.25
•subst. τὸ ἀ. falta de arrepentimiento Chrys.M.53.221
•neutr. plu. como adv. sin arrepentimiento Ephr.Syr.3.55D.
II adv. -ως sin arrepentirse, PStras.79.9 (I a.C.), 29.31 (III a.C.).
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a presumed derivative of μετανοέω; unrepentant: impenitent.
English (Thayer)
(μετανοέω, which see), admitting no change of mind (amendment), unrepentant, impenitent: Lucian, Abdic. 11 (passively), equivalent to ἀμεταμέλητος, which see; (Philo de praem. et poen. § 3).)
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αμετανόητος, -ον)
αυτός που δεν μετανοεί ή δεν μετανόησε, αμεταμέλητος, αδιόρθωτος
αρχ.
αυτός, για τον οποίο δεν μετανοεί κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μετανοῶ.
ΠΑΡ. ἀμετανοησία].
Greek Monotonic
ἀμετανόητος: -ον, I. αυτός για τον οποίο δεν υπάρχει μεταμέλεια, κάτι, σε Λουκ.
II. Ενεργ., αυτός που δεν μετανοεί, αμετανόητος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀμετανόητος: = ἀμεταμέλητος 1 Luc. и 2 NT.