βουλιμία: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουλῑμία:''' ἡ ([[βου-]], [[λιμός]]), υπερβολική [[πείνα]], [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]], ομώνυμη [[αρρώστια]], σε Αριστ.
|lsmtext='''βουλῑμία:''' ἡ ([[βου-]], [[λιμός]]), υπερβολική [[πείνα]], [[αδηφαγία]], [[λαιμαργία]], ομώνυμη [[αρρώστια]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουλῑμία:''' ἡ мучительный или неутолимый голод Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλῑμία Medium diacritics: βουλιμία Low diacritics: βουλιμία Capitals: ΒΟΥΛΙΜΙΑ
Transliteration A: boulimía Transliteration B: boulimia Transliteration C: voulimia Beta Code: boulimi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ravenous hunger, Timocl.13.3, Arist.Pr.887b39.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Heißhunger; Medic.; Plut. Symp. 6, 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

βουλῑμία: ἡ, μεγάλη πεῖνα, ὑπερβολική, Τιμοκλ. Ἡρ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 7. 9.

Spanish (DGE)

(βουλῑμία) -ας, ἡ
hambre de buey e.e. hambre feroz ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας Timocl.13.3, cf. Arist.Pr.887b39, Ps.Dicaearch.1.2
medic. bulimia βουλιμιῶν ἰάματα Gal.11.721.

Greek Monolingual

η (AM βουλιμία) βούλιμος
ακόρεστη πείνα, αδηφαγία.

Greek Monotonic

βουλῑμία: ἡ (βου-, λιμός), υπερβολική πείνα, αδηφαγία, λαιμαργία, ομώνυμη αρρώστια, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

βουλῑμία: ἡ мучительный или неутолимый голод Arst., Plut.