ἄτηκτος: Difference between revisions
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτηκτος:''' -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἄτηκτος:''' -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτηκτος:''' <b class="num">1)</b> не расплавленный (ἄ. καὶ [[ἀμάλακτος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не растаявший ([[χιών]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> нерастворимый ([[ὑπό]] τινος Plat.);<br /><b class="num">4)</b> не поддающийся воздействию, неподатливый (νόμοις, [[καθάπερ]] τὰ σπέρματα πυρί Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:28, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not melted or to be melted by fire, χιών Pl.Phd.106a; ἄ. πυρί Arist.GA762a31, cf. Mete.388b24. 2 insoluble in oil, Dsc. 5.160. II metaph., not to be softened or subdued, νόμοις ἄτηκτοι Pl.Lg.853d.
German (Pape)
[Seite 386] nicht geschmolzen, χιών Plat. Phaed. 106 a; nicht zu schmelzen, unschmelzbar, Tim. 73 e; Arist. (s. ἄτεγκτος); übertr., nicht zu erweichen, νόμοις Plat. Legg. IX, 853 d.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non fondu.
Étymologie: ἀ, τήκω.
Spanish (DGE)
-ον
I no fundido, no licuado χιών Pl.Phd.106a.
II 1no soluble por efecto del agua u otro disolvente (τὴν γῆν) ἐάσαντα ἄτηκτον Pl.Ti.60e, cf. 61b, Dsc.5.160.
2 no fusible, que no se funde o licúa (γῆν) ... ὑπ' ἀμφοῖν ἄτηκτον ἀπηργάσατο hizo (la tierra) indestructible por ambos (el agua y el fuego), Pl.Ti.73e, σώματα τηκτὰ καὶ ἄτηκτα Pl.Sph.265c, cf. Arist.Mete.385a12, 20, 33, 378b24, πυρὶ ἄτηκτα de huesos y materia córnea, Arist.GA 762a31, de ciertas piedras, Arist.Mete.378a23, ἡ λιθάργυρος Gal.13.398.
3 fig. de pers. que no se ablanda, inflexible νόμοις ... ἄτηκτοι Pl.Lg.853d.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτηκτος, -ον) τήκω
αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να λειώσει
αρχ.
ανυπότακτος, σκληρός. ατημέλεια και ατημελησία, η (Μ ἀτημέλεια και -μελησία) ατημελής
παραμέληση, ολιγωρία, αφροντισιά
νεοελλ.
αδιαφορία για το ντύσιμο και την ευπρεπή εμφάνιση.
Greek Monotonic
ἄτηκτος: -ον, αυτός που δεν έλιωσε ή δεν λιώνει, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτηκτος: 1) не расплавленный (ἄ. καὶ ἀμάλακτος Arst.);
2) не растаявший (χιών Plat.);
3) нерастворимый (ὑπό τινος Plat.);
4) не поддающийся воздействию, неподатливый (νόμοις, καθάπερ τὰ σπέρματα πυρί Plat.).