ἀπάρθενος: Difference between revisions
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπάρθενος:''' -ον, αυτή που δεν είναι [[πλέον]] [[παρθένα]], σε Θεόκρ.· <i>νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ'ἀπάρθενον</i>, «παντρεμένη [[παρθένα]] και [[χήρα]] [[νύφη]]», σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀπάρθενος:''' -ον, αυτή που δεν είναι [[πλέον]] [[παρθένα]], σε Θεόκρ.· <i>νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ'ἀπάρθενον</i>, «παντρεμένη [[παρθένα]] και [[χήρα]] [[νύφη]]», σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπάρθενος:''' <b class="num">1)</b> Theocr. = [[ἀπαρθένευτος]];<br /><b class="num">2)</b> не познавшая девичьих радостей: [[παρθένος]] ἀ. Eur. несчастная дева (о Поликсене, обрученной с тенью Ахилла). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A no more a maid, Theoc.2.41; νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον 'virgin wife and widowed maid', E.Hec.612.
German (Pape)
[Seite 280] nicht mehr Jungfrau, Theocr. 2, 41; aber παρθένος ἀπάρθενος Eur. Hec. 610 = unglückliche Jungfrau.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπάρθενος: -ον, ἡ μηκέτι παρθένος, Θεόκρ. 2. 41· νύμφην τ’ ἄνυμφον παρθένον τ’ ἀπάρθενον, «κακοπάρθενον παρθένον καὶ κακόνυμφον νύμφην» (Σχόλ.) Εὐρ. Ἑκ. 612.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
παρθένος ἀπάρθενος EUR vierge qui n’est plus vierge en parl. de Polyxène mariée à l’ombre d’Achille et dès lors ἀπάρθενος, mais παρθένος puisque c’est à une ombre qu’elle est mariée.
Étymologie: ἀ, παρθένος.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no puede ser llamada virgen παρθένον τ' ἀπάρθενον de Polixena sacrificada como desposada con Aquiles, E.Hec.612.
2 no virgen, desflorada ἔθηκε κακὰν καὶ ἀ. ἦμεν Theoc.2.41.
Greek Monolingual
(I)
ἀπάρθενος, -ον (Α)
αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα.———————— (II)
-η, -ο
1. παρθένος, παρθενικός, ανέγγιχτος («απάρθενο κορίτσι»)
2. αδούλευτος, καινούργιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. του τ. υπάρχουν τρεις εκδοχές: α) < α- (προθετ.) + παρθένος
β) < αει-πάρθενος
και γ) < ευ-πάρθενος].
Greek Monotonic
ἀπάρθενος: -ον, αυτή που δεν είναι πλέον παρθένα, σε Θεόκρ.· νύμφην ἄνυμφον παρθένον τ'ἀπάρθενον, «παντρεμένη παρθένα και χήρα νύφη», σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπάρθενος: 1) Theocr. = ἀπαρθένευτος;
2) не познавшая девичьих радостей: παρθένος ἀ. Eur. несчастная дева (о Поликсене, обрученной с тенью Ахилла).