διακλάω: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διακλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ <i>διακλάσσας</i>, [[σπάω]] στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., = <i>διαθρύπτομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>διακεκλασμένος</i>, εκνευρισμένος, σε Λουκ. | |lsmtext='''διακλάω:''' μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ <i>διακλάσσας</i>, [[σπάω]] στα [[δύο]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στην Παθ., = <i>διαθρύπτομαι</i>, Παθ. παρακ. <i>διακεκλασμένος</i>, εκνευρισμένος, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-κλάω in tweeën breken, stuk maken; overdr. ptc. perf. pass.: verwijfd. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A break in twain, τόξα . . χερσὶ διακλάσσας (Ep. for -κλάσας) Il. 5.216. II Pass., = διαθρύπτομαι, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς practise soft Ionian airs, cj. in Ar.Th.163; διακεκλασμένος enervated, Luc.Demon. 18; δ. ὄμμα prob. in Zeno Stoic.1.58; διακλώμενοι ῥυθμοί, opp. ἀνδρώδεις, D.H.Dem.43, cf. Comp.17.
German (Pape)
[Seite 582] (s. κλάω), durch-, zerbrechen; Iliad. 5, 216 τάδε τόξα ἐν πυρὶ θείην χερσὶ διακλάσσας; – gew. übertr., entkräften, verweichlichen, VLL. διαθρύπτω; διεκλῶντ' Ἰωνικῶς, sich weichlichen, ionischen Tänzen hingeben, Ar. Th. 163; θηλυδρίας καὶ διακεκλασμένος Luc. Demon. 18; auch διακλώμενοι ῥυθμοί, kraftlose, D. Hal. iud. Thuc. 43.
Greek (Liddell-Scott)
διακλάω: (ἴδε ἐν λ. κλάω), θραύω εἰς δύο, τόξα… χερσὶ διακλάσσας (Ἐπ. ἀντὶ -κλάσας) Ἰλ. Ε. 216. ΙΙ. ἐν τῷ παθ., ὡς τὸ διαθρύπτομαι, Λατ. frangi, διακλᾶσθαι Ἰωνικῶς, μεταχειρίζεσθαι τρόπους καὶ τσακίσματα Ἰων. (motus Ionici), Ἀριστοφ. Θεσμ. 163· διακεκλασμένος, ἐκνενευρισμένος, Λουκ. Δημών. 18· διακλώμενοι ῥυθμοί, ἀντίθ. ἀνδρώδεις, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 briser en deux;
2 briser, énerver, amollir.
Étymologie: διά, κλάω.
English (Autenrieth)
aor. part. διακλάσσᾶς: break in twain, Il. 5.216†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. part. διακλάσσας Il.5.216]
I tr.
1 partir en dos, partir τόξα ... χερσὶ διακλάσσας Il.l.c., cf. Q.S.10.107, (ἄρτον) LXX La.4.4, esp. en la Eucaristía ἄρτους διακλᾶν Cyr.Al.Luc.1.70.17, en v. pas. οἱ διακλώμενοι τῶν ἄρτων D.S.17.41, cf. Chrys.M.61.200
•fig., del alma τὴν αὐστηρὰν ἐκλύει ψυχὴν καὶ διακλᾷ καὶ διαχεῖ Chrys.M.63.206, cf. M.62.228.
2 refractar en v. pas. διακλωμένας ... ἀκτίνας Damian.Opt.13.
II en v. med.-pas.
1 hacerse blando, muelle, flojo ὄμμα διακεκλασμένον Zeno Stoic.1.59, ἀνὴρ διακλώμενος afeminado D.Chr.33.60, cf. Luc.Demon.18, Gr.Nyss.Hom.in 1Cor.6.18 (p.215.16).
2 romperse διακλώμενοι ῥυθμοί D.H.Dem.43.13.
Greek Monotonic
διακλάω: μέλ. -άσω [ᾰ], μτχ. Επικ. αορ. αʹ διακλάσσας, σπάω στα δύο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. στην Παθ., = διαθρύπτομαι, Παθ. παρακ. διακεκλασμένος, εκνευρισμένος, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-κλάω in tweeën breken, stuk maken; overdr. ptc. perf. pass.: verwijfd.