προσικνέομαι: Difference between revisions
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[έρχομαι]] σε, [[φτάνω]], με γεν., [[φτάνω]] [[πολύ]] [[μακριά]], [[μέχρι]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, [[προσικνέομαι]] ἐφ' [[ἧπαρ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλησιάζω]] ως [[ικέτης]], με αιτ. τόπου, στον ίδ. | |lsmtext='''προσικνέομαι:''' μέλ. <i>-ίξομαι</i>,<br /><b class="num">1.</b> αποθ., [[έρχομαι]] σε, [[φτάνω]], με γεν., [[φτάνω]] [[πολύ]] [[μακριά]], [[μέχρι]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, [[προσικνέομαι]] ἐφ' [[ἧπαρ]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[πλησιάζω]] ως [[ικέτης]], με αιτ. τόπου, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προσ-ικνέομαι tot aan... komen, bereiken, met ἐπί + acc.: ἐφ ’ ἧπαρ de lever (als zetel van emoties) Aeschl. Ag. 792. als smekeling gaan naar. Aeschl. Ch. 1035. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A come to, reach, δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ π. A. Ag.792 (anap.): also c. gen., reach so far as, come at, τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται Id.Ch.1033; πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου is f.l. in Ar.Eq.761. 2 approach as a suppliant, c. acc. loci, A.Ch.1035.
German (Pape)
[Seite 766] (s. ἱκνέομαι), hinzukommen, hingelangen; δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ' ἧπαρ προσικνεῖται, Aesch. Ag. 766; bes. als Schutzflehender, προσίξομαι μεσόμφαλόν θ' ἵδρυμα, Λοξίου πέδον, Ch. 1031; c. gen., Ar. Equ. 758; vgl. Aesch. Ch. 1029.
Greek (Liddell-Scott)
προσικνέομαι: ἀποθ., ἔρχομαι, φθάνω εἴς τι, δῆγμα δὲ λύπης οὐδὲν ἐφ’ ἧπαρ πρ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 792· ὡσαύτως μετὰ γεν., φθάνω μέχρι..., τόξῳ γὰρ οὔτις πημάτων προσίξεται (Meineke προσθίξεται) ὁ αὐτ. ἐν Χο. 1033· πρὶν ἐκεῖνον προσικέσθαι σου Ἀριστοφ. Ἱππ. 761. 2) πλησιάζω ὡς ἱκέτης, μετ’ αἰτ. τόπου, Αἰσχύλ. Χο. 1035.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. προσίξομαι, ao.2 προσικόμην, etc.
aller vers, s’approcher avec un suj. de chose ; particul. s’approcher comme suppliant vers, acc. ou gén..
Étymologie: πρός, ἱκνέομαι.
Greek Monotonic
προσικνέομαι: μέλ. -ίξομαι,
1. αποθ., έρχομαι σε, φτάνω, με γεν., φτάνω πολύ μακριά, μέχρι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· επίσης, προσικνέομαι ἐφ' ἧπαρ, σε Αισχύλ.
2. πλησιάζω ως ικέτης, με αιτ. τόπου, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-ικνέομαι tot aan... komen, bereiken, met ἐπί + acc.: ἐφ ’ ἧπαρ de lever (als zetel van emoties) Aeschl. Ag. 792. als smekeling gaan naar. Aeschl. Ch. 1035.