φονολιβής: Difference between revisions
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φονολῐβής:''' -ές ([[λίβος]]), αυτός που στάζει [[αίμα]], [[αιμοσταγής]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''φονολῐβής:''' -ές ([[λίβος]]), αυτός που στάζει [[αίμα]], [[αιμοσταγής]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φονολῐβής:''' струящийся или залитый кровью ([[θρόνος]], v. l. [[θᾶκος]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:48, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A blood-dripping, θρόνος A.Eu.164 (lyr.); φ. τύχα murder, Id.Ag.1427 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1298] ές, von Mord, Blut triefend, Aesch. Ag. 1402 Eum. 158.
Greek (Liddell-Scott)
φονολῐβής: -ές, ὁ στάζων αἷμα, θρόμβος Αἰσχύλ. Εὐμ. 164· φ. τύχη, φόνος, ἀνθρωποκτονία, ἀναίρεσις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1427.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dégouttant de sang (litt. de meurtre).
Étymologie: φόνος, λείβω.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που στάζει αίμα
2. φρ. «φονολιβὴς τύχα» — φόνος, ανθρωποκτονία (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -λιβής (< λείβω «στάζω»)].
Greek Monotonic
φονολῐβής: -ές (λίβος), αυτός που στάζει αίμα, αιμοσταγής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φονολῐβής: струящийся или залитый кровью (θρόνος, v. l. θᾶκος Aesch.).