εὐπρόσοιστος: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(4) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐπρόσοιστος:''' -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, [[εύκολος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''εὐπρόσοιστος:''' -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, [[εύκολος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐπρόσοιστος:''' легко доступный, легкий ([[ἔκβασις]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy of approach: generally, easy, ἔκβασις E.Med.279.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσοιστος: -ον, εὐκόλως πλησιαζόμενος· καὶ καθόλου, εὔκολος, ἔκβασις Εὐρ. Μήδ. 279.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facilement accessible ; facile.
Étymologie: εὖ, προσοίσω de προσφέρω.
Greek Monolingual
εὐπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» — εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσ-οιστος (< προσ-οίσω, μέλλ. του προσ-φέρω), πρβλ. α-πρόσ-οιστος, δυσ-πρόσ-οιστος].
Greek Monotonic
εὐπρόσοιστος: -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, εύκολος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρόσοιστος: легко доступный, легкий (ἔκβασις Eur.).