κραδάω: Difference between revisions

From LSJ

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κρᾰδάω:''' [[κουνώ]], [[ταρακουνώ]], μόνο στη μτχ., κραδάων δολιχόσκιον [[ἔγχος]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''κρᾰδάω:''' [[κουνώ]], [[ταρακουνώ]], μόνο στη μτχ., κραδάων δολιχόσκιον [[ἔγχος]], σε Όμηρ.
}}
{{elnl
|elnltext=κραδάω [κράδη?] zwaaien (met wapens).
}}
}}

Revision as of 10:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραδάω Medium diacritics: κραδάω Low diacritics: κραδάω Capitals: ΚΡΑΔΑΩ
Transliteration A: kradáō Transliteration B: kradaō Transliteration C: kradao Beta Code: krada/w

English (LSJ)

   A = κραδαίνω, only in part., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Il.7.213, Od.19.438; ὀξὺ δόρυ κραδάων Il.13.583, 20.423.    II of trees, suffer from blight (κράδη 11), Thphr.HP4.14.4. (Cf. Skt. kū´rdati 'leap', Lat. cardo 'that which turns, pivot'.)

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰδάω: ὡς τὸ κραδαίνω, ἀλλὰ μόνον κατὰ μετοχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος Ἰλ. Η. 213, Ὀδ. Τ. 438· ὀξὺ δόρυ κραδάων Ἰλ. Ν. 583, Υ. 483. ΙΙ. ἐπὶ δένδρων, πάσχω ἐκ τῆς φθοροποιοῦ νόσου κράδης, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14. 4. (Ἐκ τῆς √ΚΡΑΔ παράγονται ὡσαύτως τὰ κράδη, κραδαίνω· πρβλ. Σανσκρ. kurd (saltus)· Λατ. card-o (Οὐεργιλ. Αἰν. 1. 572)· Ἀρχ. Γερμ. hrad (agilis).)

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. part. prés;
c.
κραδαίνω.

English (Autenrieth)

part. κραδάων: brandish.

Greek Monotonic

κρᾰδάω: κουνώ, ταρακουνώ, μόνο στη μτχ., κραδάων δολιχόσκιον ἔγχος, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κραδάω [κράδη?] zwaaien (met wapens).