περινέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περινέω:''' μέλ. <i>-νήσω</i>, αόρ. αʹ απαρ. <i>-νῆσαι</i>, εκτεταμ. <i>-νηῆσαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συσσωρεύω]] [[ολόγυρα]], <i>ὕλην</i> (ενν. <i>περὶ τὸν πύργον</i>), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περινέω]] τὴν οἰκίην ὕλῃ, [[συσσωρεύω]] ξύλα γύρω απ' αυτή, στον ίδ.
|lsmtext='''περινέω:''' μέλ. <i>-νήσω</i>, αόρ. αʹ απαρ. <i>-νῆσαι</i>, εκτεταμ. <i>-νηῆσαι</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[συσσωρεύω]] [[ολόγυρα]], <i>ὕλην</i> (ενν. <i>περὶ τὸν πύργον</i>), σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[περινέω]] τὴν οἰκίην ὕλῃ, [[συσσωρεύω]] ξύλα γύρω απ' αυτή, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περινέω:''' <b class="num">I</b> [[νέω]] II] плавать вокруг (π. [[κύκλῳ]] Arst.).<br /><b class="num">II</b> и [[περινηέω]] [[νέω]] IV]<br /><b class="num">1)</b> нагромождать, наваливать (ὕλην Her.);<br /><b class="num">2)</b> обкладывать (τὴν οἰκίαν ὕλῃ Her.).
}}
}}

Revision as of 06:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περινέω Medium diacritics: περινέω Low diacritics: περινέω Capitals: ΠΕΡΙΝΕΩ
Transliteration A: perinéō Transliteration B: perineō Transliteration C: perineo Beta Code: perine/w

English (LSJ)

(A),

   A swim round, Hp. ap. Gal.19.130 ; π. κύκλῳ τινός Arist. HA621a18.
περινέω (B), Hdt.6.80 : aor. part.

   A περινήσας Id.4.164, also uncontr. inf. -νηῆσαι v.l. in Id.2.107, cf. Q.S.3.678 (Med.):—pile, heap round, ὕλην (sc. περὶ τὸν πύργον) Hdt.4.164 ; πολὺ πῦρ Anon. ap. Suid., cf. Plu.2.583a.    2 π. τὴν οἰκίην ὕλῃ pile it round with wood, Hdt.2.107 ; ὕλῃ τὸ ἄλσος Id.6.80.

German (Pape)

[Seite 583] (s. νέω), umfließen, umschwimmen, Arist. H. A. 9, 37; auch = περινήω, Her.

Greek (Liddell-Scott)

περινέω: -νεύσομαι, νέω, κολυμβῶ πέριξ, «περινεῖ, ... περινήχεται» Ἡσύχ., Ἱππ. ἐν Γαλην. Λεξ.· π. κύκλῳ τινὸς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 10.

French (Bailly abrégé)

2amasser tout autour : τι amonceler qch autour ; τὴν οἰκίην ὕλῃ HDT entourer la maison d’un amas de bois.
Étymologie: περί, νέω⁴.

Greek Monolingual

(I)
Α
κολυμπώ γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «κολυμπώ»].———————— (II)
Α
συσσωρεύω υλικά, συνήθως ξύλα, γύρω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νέω «συσσωρεύω»].

Greek Monotonic

περινέω: μέλ. -νήσω, αόρ. αʹ απαρ. -νῆσαι, εκτεταμ. -νηῆσαι·
1. συσσωρεύω ολόγυρα, ὕλην (ενν. περὶ τὸν πύργον), σε Ηρόδ.
2. περινέω τὴν οἰκίην ὕλῃ, συσσωρεύω ξύλα γύρω απ' αυτή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

περινέω: I νέω II] плавать вокруг (π. κύκλῳ Arst.).
II и περινηέω νέω IV]
1) нагромождать, наваливать (ὕλην Her.);
2) обкладывать (τὴν οἰκίαν ὕλῃ Her.).