κλινουργός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
(5)
(nl)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κλῑνουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]) = [[κλινοποιός]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κλῑνουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]) = [[κλινοποιός]], σε Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κλινουργός -οῦ, ὁ [κλίνη, ἔργον] beddenmaker.
}}
}}

Revision as of 09:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνουργός Medium diacritics: κλινουργός Low diacritics: κλινουργός Capitals: ΚΛΙΝΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: klinourgós Transliteration B: klinourgos Transliteration C: klinourgos Beta Code: klinourgo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κλινοποιός, Pl.R.597a.

German (Pape)

[Seite 1454] = κλινοπηγός, Plat. Rep. X, 597 a.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνουργός: ὁ, (*ἔργω) = κλινοποιός, Πλάτ. Πολ. 597Α.

Greek Monolingual

κλινουργός, ὁ (Α)
κλινοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ουργός < ἔργον (πρβλ. ερι-ουργός, ταπητ-ουργός)].

Greek Monotonic

κλῑνουργός: ὁ (*ἔργω) = κλινοποιός, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλινουργός -οῦ, ὁ [κλίνη, ἔργον] beddenmaker.