μιμητέος: Difference between revisions
τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑμητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μιμέομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>μιμητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ευρ., Ξεν. | |lsmtext='''μῑμητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[μιμέομαι]]·<br /><b class="num">I.</b> [[κάποιος]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>μιμητέον</i>, [[κάτι]] που πρέπει να γίνει [[αντικείμενο]] μίμησης, σε Ευρ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μῑμητέος, η, ον verb. adj. of [[μιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> to be imitated, Xen.<br /><b class="num">II.</b> μιμητέον, one must [[imitate]], Eur., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be imitated, X.Mem. 3.10.8, etc. II μιμητέον, one must imitate, E.Hipp.114, Pl.R. 396b; τινά τι X.Mem.1.7.2.
Greek (Liddell-Scott)
μῑμητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν πρέπει νὰ μιμηθῇ τις, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 8. ΙΙ. μιμητέον, πρέπει τις νὰ μιμηθῇ, Εὐρ. Ἱππ. 114, Πλάτ. Πολ. 396Β· τινά τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 7, 2.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de μιμέομαι.
Greek Monotonic
μῑμητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μιμέομαι·
I. κάποιος που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ξεν.
II. μιμητέον, κάτι που πρέπει να γίνει αντικείμενο μίμησης, σε Ευρ., Ξεν.
Middle Liddell
μῑμητέος, η, ον verb. adj. of μιμέομαι
I. to be imitated, Xen.
II. μιμητέον, one must imitate, Eur., Xen.