δισθανής: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δισθᾰνής:''' -ές ([[θανεῖν]], [[θνῄσκω]]), αυτός που πεθαίνει [[δύο]] φορές, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''δισθᾰνής:''' -ές ([[θανεῖν]], [[θνῄσκω]]), αυτός που πεθαίνει [[δύο]] φορές, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δισθᾰνής:''' дважды умирающий (об Одиссее, при жизни посетившем Аид) Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A twice dead, Od.12.22.
German (Pape)
[Seite 642] ές, zweimal sterbend, Od. 12, 22, ἅπαξ εἰρημ., vgl. Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
δισθανής: -ές, δὶς ἀποθανών, Ὀδ. Μ. 22.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui meurt deux fois.
Étymologie: δίς, θνῄσκω.
Spanish (DGE)
(δισθᾰνής) -ές
• Morfología: [ép. plu. δισθανέες Od.12.22]
que muere dos veces, Od.l.c.
Greek Monolingual
δισθανής, -ές (Α)
αυτός που πήγε δύο φορές στον κάτω κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δισ- (βλ. δις) + -θανής < (θ.) θαν-(έθανον)].
Greek Monotonic
δισθᾰνής: -ές (θανεῖν, θνῄσκω), αυτός που πεθαίνει δύο φορές, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δισθᾰνής: дважды умирающий (об Одиссее, при жизни посетившем Аид) Hom.