Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συναρχία: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συναρχία:''' ἡ ([[ἀρχή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνδιοίκηση]], [[συγκυβέρνηση]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., <i>αἱ συναρχίαι</i>, συλλογική [[άσκηση]] εξουσίας, [[σώμα]] αρχόντων που ασκούν [[εξουσία]], σε Αριστ.
|lsmtext='''συναρχία:''' ἡ ([[ἀρχή]]),<br /><b class="num">I.</b> [[συνδιοίκηση]], [[συγκυβέρνηση]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., <i>αἱ συναρχίαι</i>, συλλογική [[άσκηση]] εξουσίας, [[σώμα]] αρχόντων που ασκούν [[εξουσία]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=συναρχία -ας, ἡ [σύναρχος] in plur. colleges van bestuur(ders).
}}
}}

Revision as of 10:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρχία Medium diacritics: συναρχία Low diacritics: συναρχία Capitals: ΣΥΝΑΡΧΙΑ
Transliteration A: synarchía Transliteration B: synarchia Transliteration C: synarchia Beta Code: sunarxi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A joint administration or government, τινων D.C.53.2; πρός τινα Id.47.7; περὶ τὰ στρατιωτικά Str.15.1.52.    II in pl., αἱ σ. the collective magistracy, Arist.Pol.1298a14, Aen.Tact.4.11, Anon. Hist. (FGrH160) p.887 J., IG7.15 (Megara, ii B.C.), 42(1).79 (Arcadian, found at Epid., ii B.C.), Decr.Aetol. ap. Eust.270.40, Plb.27.2.11, etc.: so in sg., SIG426.32 (Bargylia, found at Teos, iii B.C.), al., Str.5.3.2.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, die Mitherrschaft, Mitverwaltung der Regierung od. eines obrigkeitlichen Amtes; – αἱ συναρχίαι, die sämmtlichen Magistratsmitglieder, Magistratsversammlung; Arist. polit. 4, 14; Pol. 4, 4, 2. 27, 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

συναρχία: ἡ, κοινὴ διοίκησιςκυβέρνησις, τινῶν Δίων Κ. 53. 2· πρός τινα ὁ αὐτ. 47. 7· περὶ τὰ στρατιωτικὰ Στράβ. 708. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., αἱ συναρχίαι, οἱ ἄρχοντες ὁμοῦ, συλλήβδην, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 14, 4, Ψήφισμ. Αἰτωλ. παρ’ Εὐστ. 279. 40, Πολύβ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 pouvoir commun ou partagé, notamment en parl. du triumvirat à Rome;
2 αἱ συναρχίαι magistrature collective.
Étymologie: σύναρχος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ σύναρχος
η ταυτόχρονη συνύπαρξη περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού διοίκηση («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ συναρχίαι
όλοι οι άρχοντες μαζί, οι άρχοντες γενικά
2. φρ. «συναρχία περί τι» — εξάσκηση στην από κοινού διοίκηση (Στράβ.).

Greek Monolingual

η, ΝΑ σύναρχος
η ταυτόχρονη συνύπαρξη περισσότερων του ενός αρχόντων, η από κοινού διοίκηση («ἐν τῇ τοῡ Ἀντωνίου τοῡ τε Λεπίδου συναρχίᾳ», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. στον πληθ. αἱ συναρχίαι
όλοι οι άρχοντες μαζί, οι άρχοντες γενικά
2. φρ. «συναρχία περί τι» — εξάσκηση στην από κοινού διοίκηση (Στράβ.).

Greek Monotonic

συναρχία: ἡ (ἀρχή),
I. συνδιοίκηση, συγκυβέρνηση, σε Στράβ.
II. στον πληθ., αἱ συναρχίαι, συλλογική άσκηση εξουσίας, σώμα αρχόντων που ασκούν εξουσία, σε Αριστ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναρχία -ας, ἡ [σύναρχος] in plur. colleges van bestuur(ders).