ὑψίπεδος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψίπεδος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό [[έδαφος]], αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], σε Πίνδ. | |lsmtext='''ὑψίπεδος:''' -ον, αυτός που έχει υψηλό [[έδαφος]], αυτός που βρίσκεται [[ψηλά]], σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψίπεδος:''' высоко расположенный (Θεράπνας [[ἕδος]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 05:37, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with high ground, high-placed, Pi.I.1.31.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπεδος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλὸν ἔδαφος, ὑψηλὰ κείμενος, Πινδ. Ι. 42.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au sol élevé, situé sur une hauteur.
Étymologie: ὕψι, πέδον.
English (Slater)
ὑψῐπεδος
1 high above the plain Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος (I. 1.31)
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑψίπεδος, -ον, ΝΜΑ
(για τόπο) αυτός που βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υψίπεδο- επίπεδη, σχετικά, ορεινή περιοχή που βρίσκεται σε μεγάλο υψόμετρο και κατ' επέκταση εκτεταμένο οροπέδιο (α. «το υψίπεδο του Θιβέτ» β. «τα υψίπεδα του Γκολάν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί «ψηλά» + -πεδος (< πέδον), πρβλ. πλατύ-πεδος].
Greek Monotonic
ὑψίπεδος: -ον, αυτός που έχει υψηλό έδαφος, αυτός που βρίσκεται ψηλά, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπεδος: высоко расположенный (Θεράπνας ἕδος Pind.).