ῥινοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
(6)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥινοῦχος:''' ὁ ([[ῥίς]] II), [[υπόγειος]] [[οχετός]], [[υπόνομος]], Λατ. [[cloaca]], σε Στράβ.
|lsmtext='''ῥινοῦχος:''' ὁ ([[ῥίς]] II), [[υπόγειος]] [[οχετός]], [[υπόνομος]], Λατ. [[cloaca]], σε Στράβ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ῥιν-οῦχος, ὁ, [ῥίς II]<br />a sewer, Lat. [[cloaca]], Strab.
}}
}}

Revision as of 01:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑνοῦχος Medium diacritics: ῥινοῦχος Low diacritics: ρινούχος Capitals: ΡΙΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: rhinoûchos Transliteration B: rhinouchos Transliteration C: rinoychos Beta Code: r(inou=xos

English (LSJ)

ὁ, (

   A ῥίς 11) sewer, Str.14.1.21, Gloss.

German (Pape)

[Seite 844] ὁ, Ableitungscanal eines Abtritts, Kkoake, Strab. XIV. Die Ableitung ist zweifelhaft, Koray will es auf ῥοή, ῥέω u. ἔχω zurückführen.

Greek (Liddell-Scott)

ῥινοῦχος: ὁ, (ῥὶς ΙΙ) ὑπόγειος ὀχετός, cloaca, Στράβ. 640.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
cloaque, égout.
Étymologie: ῥίς, ἔχω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υπόγειος οχετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός «αγωγός, προεξοχή» + -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

ῥινοῦχος: ὁ (ῥίς II), υπόγειος οχετός, υπόνομος, Λατ. cloaca, σε Στράβ.

Middle Liddell

ῥιν-οῦχος, ὁ, [ῥίς II]
a sewer, Lat. cloaca, Strab.