χρυσεοσάνδαλος: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χρῡσεοσάνδᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ. | |lsmtext='''χρῡσεοσάνδᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χρῡσεοσάνδᾰλος:''' с золотыми сандалиями: ποδὶ τὸ χρυσεοσάνδαλον [[ἴχνος]] φέρειν Eur. бегать в золотых сандалиях. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A with sandals of gold, ἴχνος χ. the step of golden sandals, E. l. c., IA1042 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1379] mit goldenen Sohlen, ἴχνος, Eur. Or. 1468 I. A. 1042.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, ὁ ἔχων σανδάλια ἐκ χρυσοῦ, ἴχνος χρ. Εὐρ. Ὀρ. 1468, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1042.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux sandales d’or.
Étymologie: χρυσός, σάνδαλον.
Greek Monolingual
και χρυσεοσάμβαλος, -ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. χρυσοσάνδαλος.
Greek Monotonic
χρῡσεοσάνδᾰλος: -ον, αυτός που έχει χρυσά σανδάλια, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσεοσάνδᾰλος: с золотыми сандалиями: ποδὶ τὸ χρυσεοσάνδαλον ἴχνος φέρειν Eur. бегать в золотых сандалиях.