φιλοφροσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοφροσύνη:''' ἡ ([[φιλόφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φιλία]], [[εύνοια]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τινός</i> προς κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πρός]] τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευθυμία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''φῐλοφροσύνη:''' ἡ ([[φιλόφρων]])·<br /><b class="num">I.</b> [[φιλία]], [[εύνοια]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>τινός</i> προς κάποιον, σε Ηρόδ.· [[πρός]] τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[ευθυμία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοφροσύνη:''' ἡ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> благожелательное отношение, дружелюбие (φιλοφροσύνης τινὸς [[εἵνεκεν]] Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение),;<br /><b class="num">2)</b> радостное настроение, веселье Plut.: τὰς φιλοφροσύνας ἐγείρειν Xen. возбуждать веселье.
}}
}}

Revision as of 14:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοφροσύνη Medium diacritics: φιλοφροσύνη Low diacritics: φιλοφροσύνη Capitals: ΦΙΛΟΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: philophrosýnē Transliteration B: philophrosynē Transliteration C: filofrosyni Beta Code: filofrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, (φιλόφρων)

   A friendliness, kindliness, Il.9.256; τινος towards one, Hdt.5.92.γ; εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Pl.Lg. 628c; κοινωνεῖν φιλοφροσύνης ib.640b; τυχεῖν Plu.Pyrrh.11; δέξασθαι φιλοφροσύνην Id.Mar.40; νέμειν τινί Id.Cat.Mi.3; διὰ φιλοφροσύνην Pl.Lg.740e; μετὰ φιλοφροσύνης Plu.2.124c: pl., friendly greetings, welcomes, σὺν φιλοφροσύναις δέξασθαι Pi.O.6.98; ποικίλαι φ. Phld. Lib.p.29 O.; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι ἡδίους Luc.Im.21.    II cheerfulness, gaiety, X.Smp.2.24 (pl.), Plu.2.128d.

German (Pape)

[Seite 1288] ἡ, liebreiche, freundliche Behandlung, Wohlwollen; Il. 9, 256; τινός, Her. 5, 92, 3; – auch Bewirthung, Begrüßung, σὺν φιλοφροσύναις εὐηράτοις Pind. Ol. 6, 98; u. in Prosa: Plat. Legg. I, 628 c; τῶν ξυνοικούντων V, 740 e; ἡ μετ' ἀλλήλων Pol. 1, 36, 1; Sp., wie Plut. Thes. 30; im plur., Rom. 8 Num. 20; – Heiterkeit, Fröhlichkeit, Xen. Conv. 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοφροσύνη: ἡ, (φιλόφρων) φιλικὴ διάθεσις, εὔνοια, Ἰλ. Ι. 256· τινός, πρός τινα, Ἡρόδ. 5. 92. 3· εἰρήνη πρὸς ἀλλήλους καὶ φ. Πλάτ. Νόμ. 628C· φιλοφροσύνης κοινωνεῖν αὐτόθι 640Β· τυχεῖν Πλουτ. Πύρρ. 11· φιλοφροσύνην δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 40· νέμειν τινί ὁ αὐτ. ἐν Κάτ. Νεώτ. 3· ― διὰ φιλοφροσύνην Πλάτ. Νόμ. 740Ε· μετά, ὑπὸ φιλοφροσύνης Πλούτ. 2. 124C· ― ἐν τῷ πληθ., φιλικὸς ἀσπασμός, φιλικὴ ὑποδοχή, δεξίωσις, σὺν φιλοφροσύναις δέχεσθαι Πινδ. Ο. 6. 165· φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Λουκ. Εἰκόν. 21· ― πρβλ. φιλοφρόνησις. ΙΙ. εὔθυμος διάθεσις, εὐθυμία, φαιδρότης, Ξεν. Συμπ. 2. 24, Πλούτ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 sentiment d’amitié ou de bienveillance, bonté : τινος HDT, πρός τινα PLUT pour qqn ; περί τι PLUT pour qch;
2 belle humeur, gaîté.
Étymologie: φιλόφρων.

English (Autenrieth)

(φρήν): kindliness, friendly temper, Il. 9.256†.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλόφρων, ονος]
1. φιλική διάθεση, ευγενική συμπεριφορά, φιλοφρόνηση
νεοελλ.
1. (γενικά) ευγένεια, περιποιητικότητα, ευπροσηγορία
2. φρ. «διεθνής φιλοφροσύνη»
διεθν. δίκ. σύνολο κανόνων συμπεριφοράς τών κρατών
αρχ.
1. ευδιαθεσία, ευθυμία
2. στον πληθ. αἱ φιλοφροσύναι
φιλική υποδοχή.

Greek Monotonic

φῐλοφροσύνη: ἡ (φιλόφρων
I. φιλία, εύνοια, σε Ομήρ. Ιλ.· τινός προς κάποιον, σε Ηρόδ.· πρός τινά, σε Πλάτ.· πληθ., φιλικά οι χαιρετισμοί, σε Πίνδ.
II. ευθυμία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φιλοφροσύνη: ἡ тж. pl.
1) благожелательное отношение, дружелюбие (φιλοφροσύνης τινὸς εἵνεκεν Her.): φίλοι πρὸς φίλους κοινωνοῦντες φιλοφροσύνης Plat. друзья, живущие во взаимном доброжелательстве; φιλοφροσύνας φιλοφρονεῖσθαι Luc. обмениваться ласковыми приветствиями; δέξασθαι τὴν φιλοφροσύνην Plut. заручиться благоволением; φιλοφροσύνην νέμειν τινί Plut. оказывать кому-л. милость (одолжение),;
2) радостное настроение, веселье Plut.: τὰς φιλοφροσύνας ἐγείρειν Xen. возбуждать веселье.