ἐξάρνησις: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξάρνησις:''' -εως, ἡ, [[απόρριψη]], [[άρνηση]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''ἐξάρνησις:''' -εως, ἡ, [[απόρριψη]], [[άρνηση]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξάρνησις:''' εως ἡ отрицание, возражение, опровержение Plat.
}}
}}

Revision as of 05:57, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάρνησις Medium diacritics: ἐξάρνησις Low diacritics: εξάρνησις Capitals: ΕΞΑΡΝΗΣΙΣ
Transliteration A: exárnēsis Transliteration B: exarnēsis Transliteration C: eksarnisis Beta Code: e)ca/rnhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A denial, Pl.R.531b.

German (Pape)

[Seite 872] ἡ, das Leugnen, Verweigern, Abschlagen, Plat. Rep. VII, 531 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, τὸ ἐξαρνεῖσθαι, ἄρνησις, Πλάτ. Πολ. 531Β. Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ, ἀπάρνησις, ἀποκήρυξις, τοῦ βαπτίσματος Εἰρην. 659Β, κλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
dénégation, refus.
Étymologie: ἐξαρνέομαι.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
negación en un interrogatorio bajo tortura, fig. de las cuerdas de un instrumento musical, c. gen. subjet. κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως ... χορδῶν Pl.R.531b, c. gen. obj. εἰς ἐξάρνησιν τοῦ βαπτισμάτος Epiph.Const.Haer.34.19.2, γνώμη ἐξαρνήσεως καὶ ἀποστερήσεως Sch.rec.Ar.Nu.730.

Greek Monolingual

ἐξάρνησις, η (Α) εξαρνούμαι
1. απόλυτη άρνηση («καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως», Πλάτ.)
2. εκκλ. αποκήρυξη, απάρνησηἐξάρνησις τοῡ βαπτίσματος», Ειρηναίος).

Greek Monotonic

ἐξάρνησις: -εως, ἡ, απόρριψη, άρνηση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάρνησις: εως ἡ отрицание, возражение, опровержение Plat.