λάτριος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λάτριος:''' -α, -ον, αυτός που αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε προσφερόμενη [[υπηρεσία]], σε Πίνδ.· <i>παραδιδόναι τινὰ λάτριον</i>, [[παραδίδω]] κάποιον σε [[δουλεία]], στον ίδ. | |lsmtext='''λάτριος:''' -α, -ον, αυτός που αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε προσφερόμενη [[υπηρεσία]], σε Πίνδ.· <i>παραδιδόναι τινὰ λάτριον</i>, [[παραδίδω]] κάποιον σε [[δουλεία]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λάτριος:''' выплачиваемый слуге, заработный ([[μισθός]] Pind.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A of a servant or service, μισθός Pi.O.10.28; λατρίαν Ἰαολκὸν παρέδωκεν gave Iolcos into slavery, Id.N.4.54 (ubi codd. λατρείαν contra metrum); λ. ἔργα Man.1.275.
German (Pape)
[Seite 18] den Diener oder den Dienst betreffend, μισθός, Lohn für den Dienst, Pind. Ol. 11, 29 u. sp. D., wie Man. 1, 275.
Greek (Liddell-Scott)
λάτριος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς ὑπηρέτην ἢ εἰς ὑπηρεσίαν, μισθὸς Πινδ. Ο. 10. 34· λατρίαν Ἰαωλκὸν παρέδωκεν, παρέδωκε τὴν Ἰωλκὸν εἰς δουλείαν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 4. 89, ἔνθα τὰ Ἀντίγρ. λατρείαν, ἐναντίον τοῦ μέτρου.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui concerne les serviteurs ou le service à gages.
Étymologie: λάτρον.
English (Slater)
λάτριος
1 slavish, menial ὡς Αὐγέαν λάτριον ἀέκονθ' ἑκὼν μισθὸν ὑπέρβιον πράσσοιτο (sc. Ἡρακλέης: join λάτριον with Αὐγέαν or μισθόν) (O. 10.28) Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς (Er. Schmid: λατρείαν codd.: pr. into slavery ) (N. 4.54)
Greek Monolingual
λάτριος, -ία, -ον (Α) λάτρις
αυτός που ανήκει σε υπηρέτη ή σε υπηρεσία, σε δουλεία («λάτριον... μισθὸν ὑπέρβιον», Πίνδ.).
Greek Monotonic
λάτριος: -α, -ον, αυτός που αναφέρεται σε υπηρέτη ή σε προσφερόμενη υπηρεσία, σε Πίνδ.· παραδιδόναι τινὰ λάτριον, παραδίδω κάποιον σε δουλεία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λάτριος: выплачиваемый слуге, заработный (μισθός Pind.).