ἀπαμπλακεῖν: Difference between revisions

From LSJ

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
(3)
(1a)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαμπλακεῖν:''' απαρ. ([[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]]) <i>ἀφαμαρτεῖν</i>, αόρ. βʹ του [[ἁμαρτάνω]], [[αποτυγχάνω]] ολοσχερώς, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπαμπλακεῖν:''' απαρ. ([[χωρίς]] ενεστ. σε [[χρήση]]) <i>ἀφαμαρτεῖν</i>, αόρ. βʹ του [[ἁμαρτάνω]], [[αποτυγχάνω]] ολοσχερώς, σε Σοφ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt== ἀφαμαρτεῖν (aor2 of [[ἁμαρτάνω]])] [aor2 with no pres. in use]<br />to [[fail]] [[utterly]], Soph.
}}
}}

Revision as of 16:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαμπλᾰκεῖν Medium diacritics: ἀπαμπλακεῖν Low diacritics: απαμπλακείν Capitals: ΑΠΑΜΠΛΑΚΕΙΝ
Transliteration A: apamplakeîn Transliteration B: apamplakein Transliteration C: apamplakein Beta Code: a)pamplakei=n

English (LSJ)

inf. of aor. ἀπήμπλακον (no pres. in use),

   A = ἀφαμαρτεῖν, fail utterly, S.Tr.1139.

German (Pape)

[Seite 277] nur aor. ἀπήμπλακον, verfehlen, fehlen, Soph. Tr. 1129.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰμπλακεῖν: ἀπαρ. τοῦ ἀορ. ἀπήμπλακον (ἄνευ εὐχρήστου ἐνεστῶτος), = ἀφαμαρτεῖν, ὁλοσχερῶς ἀποτυχεῖν, Σοφ. Τρ. 1139. (Ἕτεροι προτιμῶσι τὸν ἄνευ τοῦ μ τύπον, ἀπαπλ-)· πρβλ. Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 115.

Spanish (DGE)

(ἀπαμπλᾰκεῖν)
sólo aor. equivocarse στέργημα γὰρ δοκοῦσα προσβαλεῖν σέθεν ἀπήμπλαχ' creyendo darte un filtro de amor, se equivocó S.Tr.1139.

Greek Monotonic

ἀπαμπλακεῖν: απαρ. (χωρίς ενεστ. σε χρήση) ἀφαμαρτεῖν, αόρ. βʹ του ἁμαρτάνω, αποτυγχάνω ολοσχερώς, σε Σοφ.

Middle Liddell

= ἀφαμαρτεῖν (aor2 of ἁμαρτάνω)] [aor2 with no pres. in use]
to fail utterly, Soph.