πύλωμα: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πύλωμα:''' [ῠ], -ατος, τό, [[πύλη]], [[είσοδος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''πύλωμα:''' [ῠ], -ατος, τό, [[πύλη]], [[είσοδος]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πύλωμα:''' ατος (ῠ) τό ворота Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πύλωμα Medium diacritics: πύλωμα Low diacritics: πύλωμα Capitals: ΠΥΛΩΜΑ
Transliteration A: pýlōma Transliteration B: pylōma Transliteration C: pyloma Beta Code: pu/lwma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A gateway, in pl., A.Th.408,799, E.Hipp.808, Ph.1113, etc.

German (Pape)

[Seite 817] τό, Verschluß durch Thore, Thor, Aesch. Spt. 390. 781, im plur., wie Eur. Phoen. 1120 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πύλωμα: [ῠ], τό, πύλη, ὁ κατὰ τὴν πύλην τόπος, εἴσοδος. Αἰσχύλ. Θήβ. 406, 799, Εὐρ. Ἱππ. 808, Φοίν. 1113, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
porte.
Étymologie: πυλόω.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
νεοελλ.
στον πληθ. τα πυλώματα
ιατρ. κολικοί πόνοι που προκαλούνται από εντεροκολίτιδα ή δυσεντεροειδή κατάρρουν
αρχ.
η πύλη και ο χώρος που βρίσκεται γύρω από αυτήν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + κατάλ. -ωμα (πρβλ. δεσμώματα: δεσμός)].

Greek Monotonic

πύλωμα: [ῠ], -ατος, τό, πύλη, είσοδος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

πύλωμα: ατος (ῠ) τό ворота Aesch., Eur.