τουτόθεν: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τουτόθεν:''' και -θε, επίρρ., απ' όπου, σε Θεόκρ.· ομοίως, [[τουτῶθεν]], επίρρ., στον ίδ. | |lsmtext='''τουτόθεν:''' και -θε, επίρρ., απ' όπου, σε Θεόκρ.· ομοίως, [[τουτῶθεν]], επίρρ., στον ίδ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[hence]], [[thence]], Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 10 January 2019
English (LSJ)
Adv.
A from here, A.D.Adv.163.24,190.20, cj. in Erinn. 3.1; also τουτόθε, Theoc.4.10.
Greek (Liddell-Scott)
τουτόθεν: Ἐπίρρ., ἐντεῦθεν, Α. Β. 574, 604· καὶ τουτόθε, Θεόκρ. 4. 16· πρβλ. αὐτόθεν.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’ici.
Étymologie: τοῦτο, -θεν.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. από εκεί, από αυτό το μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῦτο + επιρρμ. κατάλ. -θεν /-θε].
Greek Monotonic
τουτόθεν: και -θε, επίρρ., απ' όπου, σε Θεόκρ.· ομοίως, τουτῶθεν, επίρρ., στον ίδ.