μνῆστις: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μνῆστις:''' Δωρ. μνᾶστιος, -ιος, ἡ ([[μνάομαι]]), [[ενθύμηση]], [[ανάμνηση]], [[προσοχή]] σε, [[οὐδέ]] τις [[ἡμῖν]] δόρπου [[μνῆστις]] [[ἔην]], σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχε [[κἀμοῦ]] μνήστω, σε Σοφ.· [[οὕτω]] δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονεν, έτσι [[λοιπόν]] θυμηθήκατε και οι ίδιοι τον Γέλωνα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''μνῆστις:''' Δωρ. μνᾶστιος, -ιος, ἡ ([[μνάομαι]]), [[ενθύμηση]], [[ανάμνηση]], [[προσοχή]] σε, [[οὐδέ]] τις [[ἡμῖν]] δόρπου [[μνῆστις]] [[ἔην]], σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχε [[κἀμοῦ]] μνήστω, σε Σοφ.· [[οὕτω]] δὴ Γέλωνος [[μνῆστις]] γέγονεν, έτσι [[λοιπόν]] θυμηθήκατε και οι ίδιοι τον Γέλωνα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μνῆστις:''' дор. μνᾶστις, εως и ιος ἡ<br /><b class="num">1)</b> мысль, помышление ([[οὐδέ]] τις [[ἡμῖν]] δόρπου μ. [[ἔην]] Hom.): ἴσχε [[κἀμοῦ]] μνῆστιν Soph. думай и обо мне;<br /><b class="num">2)</b> воспоминание ([[οὕτω]] δὴ Γέλωνος μ. γέγονεν Her.).
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνῆστις Medium diacritics: μνῆστις Low diacritics: μνήστις Capitals: ΜΝΗΣΤΙΣ
Transliteration A: mnē̂stis Transliteration B: mnēstis Transliteration C: mnistis Beta Code: mnh=stis

English (LSJ)

Dor. and Aeol. μνᾶστ-, ιος, ἡ,

   A remembrance, recollection, heed, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Od.13.280; ἔστι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Alcm.64; ἀλλ' ἴσχε κἀμοῦ μ. S.Aj.520, cf. 1269; ὅτου . . ἀπορρεῖ μ. ib.523; μνᾶστίν τινος παρέχειν τινί Theoc.28.23; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε then you bethought yourselves of Gelon, Hdt.7.158.    II memory, fame, Simon.4.3.

German (Pape)

[Seite 196] ἡ, das Gedenken an Etwas; οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, wir dachten nicht an das Abendessen, Od. 13, 280; ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν, Soph. Ai. 516. 1248, gedenken; οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονε, so dachtet ihr, erinnertet euch an den Gelon, Her. 7, 158; sp. D., wie Theocr. 28, 23; Nic. Ther. extr.; vgl. Lob. zu Phryn. 256.

Greek (Liddell-Scott)

μνῆστις: Δωρικ. μνᾶστις, -ιος, ἡ, (μνάομαι) ἀνάμνησις, ἐνθύμησις, προσοχή, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην Ὀδ. Ν. 280· ἔντι παρέντων μνᾶστιν ἐπιθέσθαι Ἀλκμὰν 48· ἀλλ’ ἴσχε κἀμοῦ μν. Σοφ. Αἴ. 520, πρβλ. 1260· ὅτου... ἀπορρεῖ μν. αὐτόθι 523· μνᾶστίν τινος παρέχειν τινὶ Θεόκρ. 28. 23: - νῦν δὲ ἐπειδὴ περιελήλυθε ὁ πόλεμος καὶ ἐπῖκται ἐς ὑμέας, οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, οὕτω λοιπὸν ἐνεθυμήθητε τὸν Γέλωνα, Ἡρόδ. 7. 158. ΙΙ. μνήμη, φήμη, Σιμωνίδ. 5.

French (Bailly abrégé)

εως, poét. ιος (ἡ) :
1 action de penser à, pensée;
2 souvenir.
Étymologie: μνάομαι.

English (Autenrieth)

(μιμνήσκω): remembrance, Od. 13.280†.

Greek Monolingual

μνήστις -ιος, ἡ (Α, δωρ. και αιολ. τ. μνάστις)
1. ανάμνηση, θύμηση, μνήμη
2. μνεία
3. προσοχή
4. φήμη
5. φρ. «μνῆστις γίγνεται» — θυμούνται ή συλλογίζονται οι άνθρωποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνη-σ- του μι-μνή-σκω + επίθημα -τις (για το -σ- του τ. πρβλ. λῆ-σ-τις)].

Greek Monotonic

μνῆστις: Δωρ. μνᾶστιος, -ιος, ἡ (μνάομαι), ενθύμηση, ανάμνηση, προσοχή σε, οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μνῆστις ἔην, σε Ομήρ. Οδ.· ἴσχε κἀμοῦ μνήστω, σε Σοφ.· οὕτω δὴ Γέλωνος μνῆστις γέγονεν, έτσι λοιπόν θυμηθήκατε και οι ίδιοι τον Γέλωνα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μνῆστις: дор. μνᾶστις, εως и ιος ἡ
1) мысль, помышление (οὐδέ τις ἡμῖν δόρπου μ. ἔην Hom.): ἴσχε κἀμοῦ μνῆστιν Soph. думай и обо мне;
2) воспоминание (οὕτω δὴ Γέλωνος μ. γέγονεν Her.).