Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄρριχος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄρρῐχος:''' ἡ και ὁ, [[καλάθι]] που είναι κατασκευασμένο από [[καλάμι]] ή [[λυγαριά]], σε Αριστοφ., Ανθ.
|lsmtext='''ἄρρῐχος:''' ἡ και ὁ, [[καλάθι]] που είναι κατασκευασμένο από [[καλάμι]] ή [[λυγαριά]], σε Αριστοφ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄρρῑχος:''' ἡ (Anth. ὁ) корзина Arph., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρῐχος Medium diacritics: ἄρριχος Low diacritics: άρριχος Capitals: ΑΡΡΙΧΟΣ
Transliteration A: árrichos Transliteration B: arrichos Transliteration C: arrichos Beta Code: a)/rrixos

English (LSJ)

ἡ,

   A wicker basket, Ar.Av.1309, Thphr.CP1.7.2: masc. in AP7.410 (Diosc.):—also ἄρσῐχος, D.S.20.41, Marm.Par.55, IG12 (7).162.22,42 (Amorgos).

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ, postér. ὁ)
corbeille, panier.
Étymologie: DELG pê emprunté.

Spanish (DGE)

-ου, ἡ

• Alolema(s): ἄρσιχος, ὁ IG 12(7).62.22 (Amorgos IV a.C.), Marm.Par.39, D.S.20.41; ἄρσικος, ὁ AB 446.30

• Morfología: [masc. AP 7.410 (Diosc.), EM 149.30]
canasta, canastillo τὰς ἀρρίχους καὶ τοὺς κοφίνους ἅπαντας ἐμπίμπλημι πτερῶν Ar.Au.1309, ἰσχάδων ἄρριχον Plu.2.527d, cf. IG l.c., Thphr.CP 1.7.2, Marm.Par.l.c., Philostr.VA 2.8, Com.Adesp.1342, D.C.65.18.2, AP l.c., D.S.l.c., Hsch., AB l.c., EM l.c.

• Etimología: Etim. dud. quizá prést.

Greek Monolingual

ἄρριχος, η (Α)
κοφίνι από λυγαριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. πρόκειται για δάνειο. Ο τ. ανήκει στις λέξεις με επίθημα -χος (πρβλ. σύρριχος «καλάθι»). Ο αττ. τ. άρριχος σχηματίστηκε με αφομοίωση από τον ιων. τ. άρσιχος. Το θέμα αρσι-προήλθε πιθ. από ŗso / ŗsi- < ΙΕ. ρίζα ers- / res- «στρέφω, τυλίγω, πλέκω» (πρβλ. αρχ. ινδ. rajjuh «σχοινί», λατ. restis «σχοινί» κ.ά.) ή κατ' άλλους από το αίρω «υψώνω»].

Greek Monotonic

ἄρρῐχος: ἡ και ὁ, καλάθι που είναι κατασκευασμένο από καλάμι ή λυγαριά, σε Αριστοφ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄρρῑχος: ἡ (Anth. ὁ) корзина Arph., Plut.