λεοντόχλαινος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λεοντόχλαινος:''' -ον ([[χλαῖνα]]), αυτός που είναι περιβεβλημένος με [[δέρμα]] λιονταριού, σε Ανθ. | |lsmtext='''λεοντόχλαινος:''' -ον ([[χλαῖνα]]), αυτός που είναι περιβεβλημένος με [[δέρμα]] λιονταριού, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λεοντό-χλαινος, ον [[χλαῖνα]]<br />clad in a [[lion]]'s [[skin]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A clad in a lion's skin, APl.4.94 (Arch.).
German (Pape)
[Seite 29] mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).
Greek (Liddell-Scott)
λεοντόχλαινος: -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. λεοντάγχωνος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
revêtu d’une crinière de lion.
Étymologie: λέων, χλαῖνα.
Greek Monolingual
λεοντόχλαινος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρό-χλαινος, μελάγ-χλαινος].
Greek Monotonic
λεοντόχλαινος: -ον (χλαῖνα), αυτός που είναι περιβεβλημένος με δέρμα λιονταριού, σε Ανθ.