ὑφίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(6)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφίζω:''' [[κατακάθομαι]], [[ζαρώνω]], μαζεύομαι, κουλουριάζομαι, σε Ευρ.
|lsmtext='''ὑφίζω:''' [[κατακάθομαι]], [[ζαρώνω]], μαζεύομαι, κουλουριάζομαι, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφίζω:''' Eur. = [[ὑφιζάνω]].
}}
}}

Revision as of 07:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφίζω Medium diacritics: ὑφίζω Low diacritics: υφίζω Capitals: ΥΦΙΖΩ
Transliteration A: hyphízō Transliteration B: hyphizō Transliteration C: yfizo Beta Code: u(fi/zw

English (LSJ)

   A sit down, crouch, E.Rh. 730 (troch.).    II sink down, fall in, D.C.68.25:—Med., Opp.H.4.246; τὸ πρὸς ἁφὴν -όμενον σῶμα Ocell.2.3.    III v. ὑφεῖσα.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφίζω: καθίζω κάτω, «ζαρώνω», Εὐρ. Ρῆσ. 730. ΙΙ. ὡς τὸ ὑφιζάνω, κατακαθίζω, βυθίζομαι, ὄρη ἄλλα ὑφίζησε Δίων Κ. 68. 25· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 246.

Greek Monolingual

Α
1. ὑφιζάνω
2. υφίσταμαι καθίζηση
3. (μτβ.) τοποθετώ κάποιον σε ενέδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἵζω «καθίζω, τοποθετώ, βυθίζομαι»].

Greek Monotonic

ὑφίζω: κατακάθομαι, ζαρώνω, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑφίζω: Eur. = ὑφιζάνω.