διαχειμάζω: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαχειμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, περνώ το χειμώνα, [[ξεχειμωνιάζω]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''διαχειμάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, περνώ το χειμώνα, [[ξεχειμωνιάζω]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διαχειμάζω:''' стоять на зимних квартирах, зимовать Thuc., Xen., Plut.
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαχειμάζω Medium diacritics: διαχειμάζω Low diacritics: διαχειμάζω Capitals: ΔΙΑΧΕΙΜΑΖΩ
Transliteration A: diacheimázō Transliteration B: diacheimazō Transliteration C: diacheimazo Beta Code: diaxeima/zw

English (LSJ)

   A pass the winter, Th.7.42, X.An.7.6.31.

German (Pape)

[Seite 613] durchwintern, in Winterquartieren liegen, Thuc. 6, 74 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

διαχειμάζω: μέλλ. -άσω, διέρχομαι τὸν χειμῶνα, Θουκ. 7. 42, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 31.

French (Bailly abrégé)

passer l’hiver.
Étymologie: διά, χειμάζω.

Spanish (DGE)

1 pasar el invierno, invernar gener. en cont. milit. ἐν Κατάνῃ Th.7.42, cf. X.An.7.6.31, Str.15.2.10, ἅμ' ὥρᾳ θέρους ἔξω στρατεύειν, οἴκοι δὲ διαχειμάζειν Plu.Cam.2, cf. 2.207e, Arr.An.1.24.1, 4.17.3, Procop.Pers.2.14.8
gener. τοῦ μὴ διαχειμάζειν ἐπὶ ξένης de no pasar el invierno en el extranjero Ph.2.548, cf. Str.3.4.20, I.AI 15.310, Lib.Ep.13 (p.587).
2 en v. med. fig. encolerizarse, rabiar περὶ τούτου Tit.Bost.Man.M.18.1133C.

Greek Monolingual

(ΑΝ)
περνώ τον χειμώνα κάπου, ξεχειμωνιάζω.

Greek Monotonic

διαχειμάζω: μέλ. -άσω, περνώ το χειμώνα, ξεχειμωνιάζω, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαχειμάζω: стоять на зимних квартирах, зимовать Thuc., Xen., Plut.