ἀπρόσκεπτος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσκεπτος:''' -ον (προ-[[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απρόβλεπτος]], [[απρόοπτος]], αυτός που έγινε [[χωρίς]] να προηγηθεί ιδιαίτερη [[σκέψη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν είναι [[προνοητικός]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀπρόσκεπτος:''' -ον (προ-[[σκοπέω]])·<br /><b class="num">I.</b> [[απρόβλεπτος]], [[απρόοπτος]], αυτός που έγινε [[χωρίς]] να προηγηθεί ιδιαίτερη [[σκέψη]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που δεν είναι [[προνοητικός]], [[απερίσκεπτος]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόσκεπτος:''' <b class="num">1)</b> непредвиденный, не обдуманный заранее, не предполагавшийся Xen.;<br /><b class="num">2)</b> не предвидящий, непредусмотрительный Dem.
}}
}}