λοχαγέω: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
(5)
(3)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λοχᾱγέω:''' Δωρ. και Αττ. αντί [[λοχηγέω]], [[ηγούμαι]] λόχου, [[διοικώ]] [[λόχον]] ([[συνήθως]] [[σώμα]] από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., <i>λόχου λοχηγεῖν</i>, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''λοχᾱγέω:''' Δωρ. και Αττ. αντί [[λοχηγέω]], [[ηγούμαι]] λόχου, [[διοικώ]] [[λόχον]] ([[συνήθως]] [[σώμα]] από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., <i>λόχου λοχηγεῖν</i>, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λοχᾱγέω:''' ион. [[λοχηγέω]] (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. [[λόχος]]), быть лохагом Xen.
}}
}}

Revision as of 23:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοχᾱγέω Medium diacritics: λοχαγέω Low diacritics: λοχαγέω Capitals: ΛΟΧΑΓΕΩ
Transliteration A: lochagéō Transliteration B: lochageō Transliteration C: lochageo Beta Code: loxage/w

English (LSJ)

Dor. (borrowed by Att.) for λοχηγέω,

   A lead a λόχος or company (commonly of 100 men), X.An. 6.1.30, Mem.3.1.5, Is.9.14: c. gen., λόχου λοχηγέων Hdt.9.53, cf. 21.    II consist of λοχαγοί, -γοῦν ζυγόν Ascl.Tact. 10.13, 11.1.

Greek (Liddell-Scott)

λοχᾱγέω: Δωρ. ἀντὶ τοῦ λοχηγέω (ἐν χρήσει καὶ παρ’ Ἀττ., ἴδε λοχαγός), ἡγοῦμαι λόχου, διοικῶ λόχον (συνήθως σῶμα ἐξ 100 ἀνδρῶν), Ξεν. Ἀν. 5. 9, 30, Ἀπομν. 3. 1, 5, Ἰσαῖ. 76.9· μετὰ γεν., λόχου λοχηγεῖν Ἡρόδ. 9. 53, πρβλ. 21.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander une compagnie.
Étymologie: λοχαγός.

Greek Monotonic

λοχᾱγέω: Δωρ. και Αττ. αντί λοχηγέω, ηγούμαι λόχου, διοικώ λόχον (συνήθως σώμα από 100 άνδρες), σε Ξεν.· με γεν., λόχου λοχηγεῖν, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

λοχᾱγέω: ион. λοχηγέω (тж. λόχου λ. Her.) командовать лохом (см. λόχος), быть лохагом Xen.