σύδην: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(6) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύδην:''' [ῠ], επίρρ. ([[σεύω]]), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''σύδην:''' [ῠ], επίρρ. ([[σεύω]]), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύδην [σεύω] adv., in snelle vaart, halsoverkop. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:20, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], Adv., (σεύω)
A impetuously, hurriedly, ς . . . αἴρονται φυγήν A.Pers.480.
German (Pape)
[Seite 972] (σεύω) adv., mit Ungestüm, heftig, σύδην κατ' οὖρον οὐκ εὔκοσμον αἴρονται φυγήν, Aesch. Pers. 492.
Greek (Liddell-Scott)
σύδην: [ῠ], Ἐπίρρ. (σεύω) ταχέως καὶ ὁρμητικῶς, μετὰ σπουδῆς, σ. αἴρεσθαι φυγὴν Αἰσχύλ. Πέρσ. 480.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec impétuosité.
Étymologie: σεύω, -δην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ορμή, σφοδρώς («ναῶν γε ταγοὶ τῶν λελειμμένων σύδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συ- του σεύω «θέτω σε κίνηση, ορμώ, διώκω» (πρβλ. αόρ. έσ-σν-μην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. μίγ-δην), βλ. και λ. πανσυδί.
Greek Monotonic
σύδην: [ῠ], επίρρ. (σεύω), ορμητικά, βίαια, σε Αισχύλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύδην [σεύω] adv., in snelle vaart, halsoverkop.