ἀντιπαρέχω: Difference between revisions

From LSJ

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπαρέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· <i>ἀντ. πράγματα</i>, [[προκαλώ]] [[πρόβλημα]] ως [[ανταπόδοση]], σε Δημ.
|lsmtext='''ἀντιπαρέχω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[παρέχω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· <i>ἀντ. πράγματα</i>, [[προκαλώ]] [[πρόβλημα]] ως [[ανταπόδοση]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπαρέχω:''' тж. med. доставлять в свою очередь или взамен (τί τινι Thuc., Xen., Dem., Anth.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρέχω Medium diacritics: ἀντιπαρέχω Low diacritics: αντιπαρέχω Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: antiparéchō Transliteration B: antiparechō Transliteration C: antiparecho Beta Code: a)ntipare/xw

English (LSJ)

   A furnish or supply in turn, Th. 6.21:—also in Med., X.Hier.7.12; supply mutual need, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP9.12 (Leon.).    2 cause in return, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα D.21.123.

German (Pape)

[Seite 257] (s. ἔχω), dagegen darreichen, wiedergeben, ersetzen, Thuc. 6, 21; Xen. Hier. 7, 12; Sp. auch im med., z. B. Leon. Al. 34 (IX, 12).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέχω: παρέχω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12.

French (Bailly abrégé)

1 fournir de son côté ou en échange;
2 être en retour cause de, acc..
Étymologie: ἀντί, παρέχω.

Spanish (DGE)

1 proporcionar a su vez, ofrecer a cambio o en compensación c. ac. de cosa ἱππικόν Th.6.21, πράγματα D.21.123, ἀσφαλῆ τὴν ἄνοδον D.C.74.7.4, ὅμοια Luc.Am.27, cf. Phalar.Ep.20, tb. en v. med. ἱκανὰς ψυχάς X.Hier.7.12, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP 9.12 (Leon.).
2 c. ac. de pers. retener en compensación αὐτόν de un niño BGU 1125.8 (I a.C.), PFouad 37.6 (I d.C.).

Greek Monolingual

ἀντιπαρέχω)
παρέχω με τη σειρά μου, ανταποδίδω
αρχ.
φρ. «ἀντιπαρέχω πράγματα» — δημιουργώ κι εγώ προβλήματα σε κάποιον.

Greek Monotonic

ἀντιπαρέχω: μέλ. -ξω, παρέχω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Μέσ., σε Ξεν.· ἀντ. πράγματα, προκαλώ πρόβλημα ως ανταπόδοση, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπαρέχω: тж. med. доставлять в свою очередь или взамен (τί τινι Thuc., Xen., Dem., Anth.).