ἀπευνάζω: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπευνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[νανουρίζω]] κάποιον για να κοιμηθεί, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπευνάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[νανουρίζω]] κάποιον για να κοιμηθεί, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπευνάζω:''' досл. усыплять, перен. унимать (κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. - v. l. ἀπ᾽ εὐνασθέντος).
}}
}}

Revision as of 16:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπευνάζω Medium diacritics: ἀπευνάζω Low diacritics: απευνάζω Capitals: ΑΠΕΥΝΑΖΩ
Transliteration A: apeunázō Transliteration B: apeunazō Transliteration C: apevnazo Beta Code: a)peuna/zw

English (LSJ)

   A lull to sleep, ἀπευνασθέντος κακοῦ (ἀπ' εὐνασθέντος κ. cod. L) S.Tr.1242.

German (Pape)

[Seite 289] zur Ruhe bringen, lindern, κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. Tr. 1232, Schol. καταπραϋνθέντος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπευνάζω: κατευνάζω, καταπραΰνω, κοιμίζω, ἀπευνασθέντος κακοῦ (Dind. ἀπ’ εὐνασθέντος κ) Σοφ. Τρ. 1242, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

part. ao. Pass. ἀπευνασθείς;
bercer, adoucir.
Étymologie: ἀπό, εὐνάζω.

Greek Monolingual

ἀπευνάζω (Α)
κατευνάζω, καταπραύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ευνάζω < ευνή «κρεβάτι»].

Greek Monotonic

ἀπευνάζω: μέλ. -σω, νανουρίζω κάποιον για να κοιμηθεί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπευνάζω: досл. усыплять, перен. унимать (κακοῦ ἀπευνασθέντος Soph. - v. l. ἀπ᾽ εὐνασθέντος).