θύραυλος: Difference between revisions
From LSJ
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(5) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θύραυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ. | |lsmtext='''θύραυλος:''' -ον ([[αὐλή]]), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θύρ-αυλος, ον [[αὐλή]]<br />[[living]] out of doors, Hesych. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:30, 9 January 2019
English (LSJ)
(proparox.), ον,
A living out of doors, of shepherds, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1227] außer dem Hause, im Freien die Zeit zubringend, bleibend, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
θύραυλος: -ον, (αὐλὴ) αὐλιζόμενος ἐν ὑπαίθρῳ, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vit en plein air (berger).
Étymologie: θύρα, αὐλή.
Greek Monolingual
θύραυλος, -ον (Α)
αυτός που αυλίζεται στο ύπαιθρο, που διαμένει στο ύπαιθρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + -αυλος (< αυλή), πρβλ. μέσ-αυλος, όμ-αυλος].
Greek Monotonic
θύραυλος: -ον (αὐλή), αυτός που διαμένει στο ύπαιθρο, σε Ησύχ.