ἐπιτραγῳδέω: Difference between revisions
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
(4) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπιτρᾰγῳδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διηγούμαι]] με τρόπο τραγικό, [[υπερβάλλω]], [[μεγαλοποιώ]], σε Λουκ.· προσθέτω καθ' [[υπερβολή]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπιτρᾰγῳδέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[διηγούμαι]] με τρόπο τραγικό, [[υπερβάλλω]], [[μεγαλοποιώ]], σε Λουκ.· προσθέτω καθ' [[υπερβολή]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιτρᾰγῳδέω:''' досл. (по поводу чего-л.) разыгрывать трагедию, ирон. сильно преувеличивать (τι Luc. и τινι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A make a tragic story of a thing, exaggerate, Thphr.HP9.8.5, D.H.Th. 28, Plu.Art.18 (Pass.), Luc.Tox.12 ; οὐδὲν ἐ. πρὸς σεμνότερον ὄγκον Ph.2.105 ; descant solemnly upon, τινί Plu.Per.28, Demetr.Eloc.122 ; lament tragically, Hld.1.3 ; add to a tragedy, καινὸν ἐπεισόδιον Id.7.6, cf. 2.29.
German (Pape)
[Seite 995] nach Art der Tragödie hinzusetzen, auf tragische Weise übertreiben, τὰς συμφοράς Dion. Hal. ind. Thuc. 28; Luc. Tox. 12; Plut. Pericl. 28 u. a. Sp.; – auch ἐπετραγῴδει τούτῳ τῷ δράματι καὶ ἕτερον πάθος ὁ δαίμων, er führte dazu noch eine Tragödie auf, Heliod. 2, 29, vgl. 6, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτρᾰγῳδέω: διηγοῦμαί τι κατὰ τρόπον τραγικόν, ἐξογκώνω, ὅσα οἱ φαρμακοπῶλαι καὶ οἱ ῥιζοτόμοι… ἐπιτραγῳδοῦντες λέγουσι Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, 5, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 28, Λουκ. Τοξ. 12· ἐξογκώνω ἔτι μᾶλλον, τινί τι Πλουτ. Περικλ. 28· οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀρτοξ. 18· ἐπετραγῴδει τούτῳ τῷ δράματι καὶ ἕτερον πάθος ὁ δαίμων Ἡλιόδ. 2. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
faire un récit tragique de qch ; exagérer ; ajouter par exagération.
Étymologie: ἐπί, τραγῳδέω.
Greek Monotonic
ἐπιτρᾰγῳδέω: μέλ. -ήσω, διηγούμαι με τρόπο τραγικό, υπερβάλλω, μεγαλοποιώ, σε Λουκ.· προσθέτω καθ' υπερβολή, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτρᾰγῳδέω: досл. (по поводу чего-л.) разыгрывать трагедию, ирон. сильно преувеличивать (τι Luc. и τινι Plut.).