Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεστόω: Difference between revisions

From LSJ

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεστόω:''' ([[μεστός]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γεμίζω]] εντελώς από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. — Παθ., είμαι [[γεμάτος]] ή [[πλήρης]] από [[κάτι]], στον ίδ.
|lsmtext='''μεστόω:''' ([[μεστός]]), μέλ. <i>-ώσω</i>, [[γεμίζω]] εντελώς από [[κάτι]], με γεν., σε Σοφ. — Παθ., είμαι [[γεμάτος]] ή [[πλήρης]] από [[κάτι]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεστόω:''' <b class="num">1)</b> наполнять (τὸ ὄστρακόν τινος Arst.); med.-pass. наполняться, перен. напиваться (γλεύκους NT);<br /><b class="num">2)</b> преисполнять (τινα ὀργῆς Soph.; μεστοῦσθαι ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας Plat.).
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεστόω Medium diacritics: μεστόω Low diacritics: μεστόω Capitals: ΜΕΣΤΟΩ
Transliteration A: mestóō Transliteration B: mestoō Transliteration C: mestoo Beta Code: mesto/w

English (LSJ)

   A fill full of, c. gen. rei, ὀργῆς μ. τινά S.Ant.280:—Pass., to be filled or full of, κτύπου Id.El.713, cf. Ant.420; of persons, παρρησίας μεστοῦσθαι καὶ ἐλευθερίας Pl.Lg.649b; ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας ib.713c: abs., Procop.Arc.13; and in medic. sense, ἀγγεῖα μεμεστωμένα Gal. 1.394, cf. 8.932.

German (Pape)

[Seite 141] vollmachen, anfüllen, erfüllen; ἐμεστώθη μέγας αἰθήρ, mit Staub, Soph. Ant. 416; πᾶς ἐμεστώθη δρόμος κτύπου κροτητῶν ἁρμάτων, El. 703; übertr., πρὶν ὀργῆς κἀμὲ μεστῶσαι, Ant. 280; μὴ οὐχ ὕβρεως τε καὶ ἀδικίας μεστοῦσθαι, Plat. Legg. IV, 713 e; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεστόω: (μεστὸς) πληρῶ τι ἐντελῶς ἔκ τινος, γεμίζω τι μέ τι, μετὰ γεν. πράγματος, παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καί με μεστῶσαι λέγων Σοφ. Ἀντ. 280. - Παθ., πληροῦμαι, γεμίζομαι μέ τι, κτύπου ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 713, πρβλ. Ἀντ. 420· ἐπὶ προσώπων, μεστοῦσθαι παρρησίας καὶ ἐλευθερίας Πλάτ. Νόμ. 649Β· ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας αὐτόθι 713C.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
remplir, Pass. être rempli de, être plein de.
Étymologie: μεστός.

English (Strong)

from μεστός; to replenish, i.e. (by implication) to intoxicate: fill.

English (Thayer)

μέστω; (μεστός); to fill, fill full: γλεύκους μεμεστωμένος, Sophocles, Plato, Aristotle, others; 3 Maccabees 5:1,10.)

Greek Monotonic

μεστόω: (μεστός), μέλ. -ώσω, γεμίζω εντελώς από κάτι, με γεν., σε Σοφ. — Παθ., είμαι γεμάτος ή πλήρης από κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μεστόω: 1) наполнять (τὸ ὄστρακόν τινος Arst.); med.-pass. наполняться, перен. напиваться (γλεύκους NT);
2) преисполнять (τινα ὀργῆς Soph.; μεστοῦσθαι ὕβρεώς τε καὶ ἀδικίας Plat.).