ἀπρόσιτος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπρόσῑτος:''' -ον, [[απλησίαστος]], [[απροσπέλαστος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀπρόσῑτος:''' -ον, [[απλησίαστος]], [[απροσπέλαστος]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπρόσῐτος:''' <b class="num">1)</b> неприступный ([[ἄνοδος]] Polyb.; [[καταφυγή]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> недоступный, недосягаемый (λόγοις [[παρρησία]] Plut.: ἡ [[δύναμις]] τοῦ λόγου Luc.).
}}
}}

Revision as of 09:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπρόσῐτος Medium diacritics: ἀπρόσιτος Low diacritics: απρόσιτος Capitals: ΑΠΡΟΣΙΤΟΣ
Transliteration A: aprósitos Transliteration B: aprositos Transliteration C: aprositos Beta Code: a)pro/sitos

English (LSJ)

ον,

   A unapproachable, inaccessible, ὄρη Plb.3.49.7, cf. Str. 1.3.18; φῶς 1 Ep.Ti.6.16; of persons, Cic.Att.5.20.6, cf. Plu.2.68e; καταφυγή D.S.19.96: metaph., λόγοις ἀ. παρρησία Plu.Alc.4; δύναμις τοῦ λόγου Luc.Dem.Enc.32. Adv. -τως Plu.2.45f.

German (Pape)

[Seite 339] unzugänglich, ὄρη, ἄνοδος, Pol. 3, 49, 7. 5, 24, 4; Luc. Dem. enc. 32. – Adv., Plut. de aud. 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπρόσῐτος: -ον, ἀπροσπέλαστος, ἀπλησίαστος, ὄρη Πολύβ. 3. 49, 7· καταφυγὴ Διόδ. 19. 96: μεταφ., παρρησία Πλουτ. Ἀλκ. 4. - Ἐπίρρ. -τως Πλούτ. 2. 45F.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable, inaccessible.
Étymologie: ἀ, πρόσειμι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de lugares y accidentes geográficos inaccesible, inexpugnable ὄρη Plb.3.49.7, Polyaen.4.3.31, ἀπορρώξ Plb.5.24.4, φάραγξ Plb.9.27.6, τόπος Hero Dioptr.190.12, ἀνδρῶν ... καταφυγὴν ἀπρόσιτον ἐχόντων τὴν ἔρημον de hombres que tienen el desierto como refugio inexpugnable D.S.19.96, ὄρος Str.1.3.18, Ph.2.146, πόλεις D.C.39.40.4, τεῖχος Poll.1.170
Ἀ. νῆσος isla Inaccesible actual Lanzarote, Ptol.Geog.4.6.14
fig. de pers. y abstr., c. dat. inaccesible, insidiatoribus eius ἀπρόσιτον me Cic.Att.113.6, φύσις ... ἀ. οἴκτῳ γίνεται la naturaleza se hace inaccesible a la piedad Ph.2.53, ἀπρόσιτον ... νουθεσίᾳ τὸ εὐτυχοῦν Plu.2.68e, οὐδένα ... λόγοις ἀπρόσιτον Plu.Alc.4, ὁ Θεὸς ... ἀ. τοῖς γενητοῖς Ath.Al.M.26.144B, (φῶς νοητὸν) ἀπρόσιτον τῇ φύσει Basil.M.32.108C
de una mujer cuya fealdad espanta ἀπρόσιτον μορμολυκεῖον Luc.Tox.24
inalcanzable c. dat. ἡ ἅπασιν ἀ. ... δύναμις la fuerza (oratoria de Demostenes) inalcanzable para todos Longin.34.4, ἦν μὲν ἀ. ἡ δύναμις αὐτῷ τοῦ λόγου su fuerza oratoria era inalcanzable Luc.Dem.Enc.32, abs. φῶς οἰκῶν ἀ. 1Ep.Ti.6.16, τὸ ἀπρόσιτον τῆς θείας φύσεως κάλλος Gr.Nyss.Hom.in Cant.27.9, cf. Hsch.
2 de pers. abandonado de todos de un anciano, prob. en PSI 1103.15 (III d.C.).
II adv. -ως de forma irrebatible como sinón. pedante de ἀληθῶς Plu.2.45f.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of a comparative of πρός and eimi (to go); inaccessible: which no man can approach.

English (Thayer)

ἀπρόσιτον (προσιεναι to go to), unapproachable, inaccessible: φῶς ἀπρόσιτον, Polybius, Diodorus (Strabo), Philo, Lcian, Plutarch; φέγγος ἀπρόσιτον, Tatian c. 20; δόξα (φῶς), Chrysostom (vi. 66, Montf. edition) on Isaiah 6:2.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόσιτος, -ον) πρόσειμι
(κ. μτφ.)
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος
2. ακατόρθωτος, ανέφικτος.

Greek Monotonic

ἀπρόσῑτος: -ον, απλησίαστος, απροσπέλαστος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπρόσῐτος: 1) неприступный (ἄνοδος Polyb.; καταφυγή Diod.);
2) недоступный, недосягаемый (λόγοις παρρησία Plut.: ἡ δύναμις τοῦ λόγου Luc.).