κατάφωρος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατάφωρος:''' -ον, [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κατάφωρος:''' -ον, [[σαφής]], [[κατάδηλος]], [[φανερός]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατάφωρος:''' <b class="num">1)</b> пойманный на месте преступления, уличенный (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. [[γενέσθαι]], κατέφυγε Plut.);<br /><b class="num">2)</b> явный, открытый: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения.
}}
}}

Revision as of 22:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφωρος Medium diacritics: κατάφωρος Low diacritics: κατάφωρος Capitals: ΚΑΤΑΦΩΡΟΣ
Transliteration A: katáphōros Transliteration B: kataphōros Transliteration C: kataforos Beta Code: kata/fwros

English (LSJ)

ον,

   A detected, Onos.39.2, J.AJ20.11.1, Plu.2.301b, App.BC1.25, Charito 1.1, Ach. Tat.2.17, POxy.71.11 (iv A.D.).    II evident, manifest, D.H.Rh.9.5; κ. τῆς γνώμης γεγονέναι Plu.Cat.Mi. 54.    III v. κατάφορος 111.

German (Pape)

[Seite 1390] ertappt, überführt; κατ. τῆς γνώμης γενόμενος Plut. Cat. min. 54; Ael. V. H. 12, 58 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφωρος: -ον, ὁ καταφωραθείς, ἀνακαλυφθείς, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 24, Συλλ. Ἐπιγρ. 3916. ΙΙ. σαφής, κατάδηλος, φανερός, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 5˙ κ. τῆς γνώμης γενέσθαι Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pris sur le fait.
Étymologie: κατά, φώρ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κατάφωρος, -ον)
1. καταφανής, ολοφάνερος, εξόφθαλμος («κατάφωρη αδικία»
2. αυτός που φωράται, που ανακαλύπτεται «επ' αυτοφώρω» να κάνει κάτι
αρχ.
κατάφορος.
επίρρ...
κατάφωρα και καταφώρως
ολοφάνερα, καταφανώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φωρος (< φώρ, -ός «κλέφτης»), πρβλ. αυτό-φωρος, περί-φωρος].

Greek Monotonic

κατάφωρος: -ον, σαφής, κατάδηλος, φανερός, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατάφωρος: 1) пойманный на месте преступления, уличенный (ἡ Γλαυκία φοβουμένη κ. γενέσθαι, κατέφυγε Plut.);
2) явный, открытый: τῆς γνώμης κ. γεγονέναι Plut. открыть свои намерения.