ὀλιγότης: Difference between revisions

From LSJ

Ἱκανῶς βιώσεις γηροβοσκῶν τοὺς γονεῖς → Senes parentes qui fovet, vivet diu → Hinlänglich lebst du, wenn du greise Eltern pflegst

Menander, Monostichoi, 270
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγότης:''' -ητος, ἡ ([[ὀλίγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για αριθμό, το να είναι [[κάτι]] λιγοστό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[ποσότητα]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]]· χρησιμ. για χρόνο, [[βραχύτητα]], στον ίδ.
|lsmtext='''ὀλῐγότης:''' -ητος, ἡ ([[ὀλίγος]]),·<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για αριθμό, το να είναι [[κάτι]] λιγοστό, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[ποσότητα]], [[έλλειψη]], [[σπανιότητα]]· χρησιμ. για χρόνο, [[βραχύτητα]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> небольшое число, немногочисленность (ὀλιγότητι [[πλῆθος]] ἀντίκειται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> краткость, непродолжительность (χρόνου Plat.);<br /><b class="num">3)</b> малые размеры, недостаточность, скудость (οὐσίας Plat.).
}}
}}

Revision as of 00:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγότης Medium diacritics: ὀλιγότης Low diacritics: ολιγότης Capitals: ΟΛΙΓΟΤΗΣ
Transliteration A: oligótēs Transliteration B: oligotēs Transliteration C: oligotis Beta Code: o)ligo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, opp. πλῆθος in all senses :    1 fewness, Pl.Lg.678c, Arist.Metaph.984a10,al., LXXPs.101(102).23, Plu.Alex.20 ; fewness of rulers, Arist.Pol.1279b27.    2 smallness, scantiness, Pl.R.591e, Lg.745d ; of food, Epicur.Fr.456.    3 of Time, shortness, Pl.Tht.158d.    4 feebleness of voice, Poll.6.145.

German (Pape)

[Seite 322] ητος, ἡ, Wenigkeit, Ggstz von πλῆθος; Plat. Theaet. 158 d u. öfter, sowohl οὐσίας, als χρόνου; geringe Anzahl von Menschen, Legg. III, 678 c; Theophr. u. Sp.; auch = Kleinheit und übh. Geringfügigkeit.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγότης: -ητος, ἀντίθετ. τῷ πλῆθος ἐν πάσαις ταῖς σημασίαις. 1) τὸ νὰ εἶναί τι ὀλίγον, Πλάτ. Νόμ. 678C, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 3, 8, κ. ἀλλ.· ὀλιγότης ἀρχόντων, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 3. 8, 4. 2) σμικρότης, σπάνις, Πλάτ. Πολ. 591Ε, Νόμ. 745D. 3) ἐπὶ χρόνου, βραχύτης, ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 158D. 3) ἀδυναμία, περὶ τοῦ ὀλίγα ὑπ’ ἀσθενείας λέγοντος, Πολυδ. Ϛ΄, 145.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
petitesse.
Étymologie: ὀλίγος.

Greek Monotonic

ὀλῐγότης: -ητος, ἡ (ὀλίγος),·
I. λέγεται για αριθμό, το να είναι κάτι λιγοστό, σε Πλάτ.
II. λέγεται για ποσότητα, έλλειψη, σπανιότητα· χρησιμ. για χρόνο, βραχύτητα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγότης: ητος ἡ
1) небольшое число, немногочисленность (ὀλιγότητι πλῆθος ἀντίκειται Arst.);
2) краткость, непродолжительность (χρόνου Plat.);
3) малые размеры, недостаточность, скудость (οὐσίας Plat.).